δυστόχαστος
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ον, hard to hit upon, καιρός Plu.Ant.28, cf. Dsc.Ther. Praef.
Spanish (DGE)
v. δυσστόχαστος.
German (Pape)
[Seite 689] schwer zu treffen, καιρός, Plut. Anton. 28.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à viser, à atteindre, càd à conjecturer.
Étymologie: δυσ-, στοχάζομαι.
Greek (Liddell-Scott)
δυστόχαστος: -ον, δυσεπίτευκτος, καιρὸς Πλούτ. Ἀντ. 28.
Greek Monotonic
δυστόχαστος: -ον (δυσ-, στοχάζομαι), δύσκολος στην επίτευξη, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δυστόχαστος: v.l. δυσστόχαστος 2 досл. в который трудно попасть, перен. трудно определимый (ὁ καιρός Plut.).
Middle Liddell
δυ-στόχαστος, ον δυσ-, στοχάζομαι
hard to hit, Plut.