κατάμομφος

From LSJ
Revision as of 21:34, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

φέρουσα κατακρύπτει ἐς τὸ ἀφραστότατόν οἱ ἐφαίνετο εἶναιwherefore she bore it away and hid it where she thought it would be hardest to find

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάμομφος Medium diacritics: κατάμομφος Low diacritics: κατάμομφος Capitals: ΚΑΤΑΜΟΜΦΟΣ
Transliteration A: katámomphos Transliteration B: katamomphos Transliteration C: katamomfos Beta Code: kata/momfos

English (LSJ)

ον, liable to blame, inauspicious, A.Ag.145 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1364] dem Tadel unterworfen, tadelhaft, φάσματα Aesch. Ag. 143.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
blâmable ; fâcheux.
Étymologie: κατά, μέμφομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κατάμομφος: -ον, κατάμεμπτος, ἄξιος μομφῆς, δυσοίωνος, κατάμομφα φάσματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 145.

Greek Monolingual

κατάμομφος, -ον (Α)
1. άξιος μομφής
2. δυσοίωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -μομφος (< μομφή < μέμφομαι), πρβλ. άμομφος, επίμομφος].

Greek Monotonic

κατάμομφος: -ον (καταμέμφομαι), αξιοκατάκριτος, δυσμενής, δυσοίωνος, κακότυχος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κατάμομφος: достойный порицания, дурной, тягостный (φάσματα Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάμομφος -ον [καταμέμφομαι] afkeurenswaardig.

Middle Liddell

κατάμομφος, ον καταμέμφομαι
liable to blame, inauspicious, Aesch.