μύθευμα
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
English (LSJ)
ατος, τό, story, D.H. 4.3, Plu.Mar.11, Man.4.447 (pl.); plot of a play, Arist.Po.1460a29.
German (Pape)
[Seite 214] τό, das Gesagte, Erzählte, Plut. Mar. 11 u. a. Sp., wie Man. 4, 447.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
conte, récit.
Étymologie: μυθεύω.
Greek (Liddell-Scott)
μύθευμα: τό, μῦθος, διήγημα, λόγιον, Ἀριστ. Ποιητ. 25. 20, Πλουτ. Μάρ. 11.
Greek Monolingual
το (Α μύθευμα) μυθεύω
νεοελλ.
πλαστή διήγηση, ψευδής ιστορία («μην τον πιστεύεις, ό,τι κι αν λέει είναι μυθεύματα»)
αρχ.
1. μύθος
2. πλοκή θεατρικού έργου.
Greek Monotonic
μύθευμα: -ατος, τό, ιστορία που έχει ειπωθεί, παραμύθι, σε Αριστ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μύθευμα: ατος (ῡ) τό рассказанное, рассказ, повествование Arst., Plut.
Middle Liddell
μύθευμα, ατος, τό,
a story told, tale, Arist., Plut. [from μῡθεύω]