μύθευμα

From LSJ
Revision as of 21:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡθευμα Medium diacritics: μύθευμα Low diacritics: μύθευμα Capitals: ΜΥΘΕΥΜΑ
Transliteration A: mýtheuma Transliteration B: mytheuma Transliteration C: mythevma Beta Code: mu/qeuma

English (LSJ)

ατος, τό, story, D.H. 4.3, Plu.Mar.11, Man.4.447 (pl.); plot of a play, Arist.Po.1460a29.

German (Pape)

[Seite 214] τό, das Gesagte, Erzählte, Plut. Mar. 11 u. a. Sp., wie Man. 4, 447.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
conte, récit.
Étymologie: μυθεύω.

Greek (Liddell-Scott)

μύθευμα: τό, μῦθος, διήγημα, λόγιον, Ἀριστ. Ποιητ. 25. 20, Πλουτ. Μάρ. 11.

Greek Monolingual

το (Α μύθευμα) μυθεύω
νεοελλ.
πλαστή διήγηση, ψευδής ιστορία («μην τον πιστεύεις, ό,τι κι αν λέει είναι μυθεύματα»)
αρχ.
1. μύθος
2. πλοκή θεατρικού έργου.

Greek Monotonic

μύθευμα: -ατος, τό, ιστορία που έχει ειπωθεί, παραμύθι, σε Αριστ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μύθευμα: ατος (ῡ) τό рассказанное, рассказ, повествование Arst., Plut.

Middle Liddell

μύθευμα, ατος, τό,
a story told, tale, Arist., Plut. [from μῡθεύω]