καμινεύω

From LSJ
Revision as of 21:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμῑνεύω Medium diacritics: καμινεύω Low diacritics: καμινεύω Capitals: ΚΑΜΙΝΕΥΩ
Transliteration A: kamineúō Transliteration B: kamineuō Transliteration C: kamineyo Beta Code: kamineu/w

English (LSJ)

heat in a furnace, Arist.Mir.833b25, Thphr. Lap.69, etc.; σίδηρος καμινευόμενος Str.5.2.6.

German (Pape)

[Seite 1317] im Ofen schmelzen, löthen u. dgl., im Feuer arbeiten; σίδηρος καμινευόμενος Strab. V, 224; λίθος, γύψος, Theophr.

French (Bailly abrégé)

travailler à un fourneau, à une forge ; faire brûler au feu d'un fourneau, d'une forge.
Étymologie: κάμινος.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμῑνεύω: χωνεύω, καίω, θερμαίνω, τήκω ἐν καμίνῳ, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 48, Ἀποσπ. 248, Θεοφρ. π. Λίθ. 69· σίδηρος καμινευόμενος Στραβ. 223.

Greek Monolingual

καμινεύω) κάμινος
λειώνω σε κάμινο, κατεργάζομαι μέταλλο ή άλλη ύλη σε καμίνισίδηρος καμινευόμενος», Στράβ.).

Greek Monotonic

κᾰμῑνεύω: μέλ. -σω, θερμαίνω στην κάμινο, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰμινεύω: нагревать в горне, подвергать огневой обработке, т. е. раскалять, обжигать или переплавлять Arst.

Middle Liddell

κᾰμῑνεύω, fut. -σω
to heat in a furnace, Arist. [from κάμῑνος]