νεόνυμφος

From LSJ
Revision as of 21:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόνυμφος Medium diacritics: νεόνυμφος Low diacritics: νεόνυμφος Capitals: ΝΕΟΝΥΜΦΟΣ
Transliteration A: neónymphos Transliteration B: neonymphos Transliteration C: neonymfos Beta Code: neo/numfos

English (LSJ)

ον, newly married, Sostrat. ap. Stob.4.20.70, Supp.Epigr.3.216 (ii/i B.C.), IG12(5).472 (Oliaros, i A.D.), Plu.2.310e, f.l. for νεόψηφος in Suet. Ner.39.

German (Pape)

[Seite 243] neu vermählt; Schol. Ar. Ran. 519; κόρη, Luc. Asin. 34.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement marié.
Étymologie: νέος, νύμφη.

Greek (Liddell-Scott)

νεόνυμφος: -ον, ὁ νεωστὶ εἰς γάμον ἐλθών, Σώκρατ. παρὰ Στοβ. 403. 50, Πλούτ. 2. 310Ε.

Greek Monolingual

-η, -ο, θηλ. και νιόνυφη (ΑΜ νεόνυμφος, -ον, Μ και νεόνυφος, -ον, Μ θηλ. και νεόνυμφη και νεόνυφη)
αυτός που μόλις έχει συζευχθεί
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νεόνυμφοι
νιόπαντρο ζευγάρι
μσν.
το θηλ. ως ουσ. ἡ νεόνυμφη
α) νιόπαντρη κοπέλα, η σύζυγος
β) αυτή που πρόκειται να παντρευτεί, η μνηστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλό-νυμφος].

Russian (Dvoretsky)

νεόνυμφος: недавно вступивший в брак (κόρη Luc.).