μοιχίδιος

From LSJ
Revision as of 21:58, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοιχίδιος Medium diacritics: μοιχίδιος Low diacritics: μοιχίδιος Capitals: ΜΟΙΧΙΔΙΟΣ
Transliteration A: moichídios Transliteration B: moichidios Transliteration C: moichidios Beta Code: moixi/dios

English (LSJ)

[ῐ], α, ον, = μοιχικός (adulterous, of adultery), Ael.NA12.16. II begotten in adultery, Hecat.369 J., Hdt. 1.137, Hyp.Fr.42, Ph.1.598, Luc.DDeor.22.1.

German (Pape)

[Seite 198] ehebrecherisch, Ael. N. A. 12, 16; aus einem Ehebruch entsprungen, Her. 1, 137 u. Sp., wie Luc. D. D. 22, 1; Hecat. u. Hyperid. bei Suid., der es erkl. ἐκ μοιχοῦ γεγεννημένος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 d'adultère;
2 né d'un adultère.
Étymologie: μοιχός.

Greek (Liddell-Scott)

μοιχίδιος: [ῐ], -α, -ον, = μπίχιος, Αἰλ. π. Ζ. 12. 16. ΙΙ. ὁ ἐν μοιχείᾳ γεννηθείς, Ἑκαταῖ. 370, Ἡρόδ. 1. 137, Ὑπερείδ. παρὰ Σουΐδ. εἰς Λουκ. Θεῶν Διάλ. 22. 1.

Greek Monolingual

μοιχίδιος, -ία, -ον (Α)
μοιχικός, γεννημένος από μοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + -ίδιος (πρβλ. κουρ-ίδιος)].

Greek Monotonic

μοιχίδιος: [ῐ], -α, -ον, αυτός που γεννήθηκε μέσα στη μοιχεία, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μοιχίδιος: рожденный от прелюбодеяния, т. е. внебрачный Her., Luc.

Middle Liddell

μοῐχίδιος, η, ον
born in adultery, Luc.