λαοπόρος

From LSJ
Revision as of 22:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαοπόρος Medium diacritics: λαοπόρος Low diacritics: λαοπόρος Capitals: ΛΑΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: laopóros Transliteration B: laoporos Transliteration C: laoporos Beta Code: laopo/ros

English (LSJ)

ον,

A serving as a passage for the people, man-conveying, λαοπόροις τε μαχαναῖς = devices for transporting an army, a bridge, A.Pers.113 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui procure le passage au peuple ou à l'armée.
Étymologie: λαός, πόρος.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱοπόρος: -ον, χρησιμεύων πρὸς διάβασιν τοῦ λαοῦ, λαοπόροις μηχαναῖς, δηλ. γεφύραις, Αἰσχύλ. Πέρσ. 113.

Greek Monolingual

λαοπόρος, -ον (Α)
(για γέφυρα) αυτή που χρησιμεύει για να διαβαίνει ο λαός («λαοπόροις τε μηχαναῑς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. λαο- + -πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. θαλασσοπόρος, οδοιπόρος.

Greek Monotonic

λᾱοπόρος: -ον, αυτός που χρησιμεύει για διάβαση του λαού, κατασκευή που διευκολύνει τη διάβαση των ανθρώπων, λαοπόροι μηχαναί, δηλ. γέφυρες, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λᾱοπόρος: атт. λεωπόρος 2 дающий людям возможность переправы, служащий мостом (μηχαναί Aesch.).

Middle Liddell

λᾱο-πόρος, ον
serving as a passage for the people, man-conveying, λ. μηχαναί, i. e. a bridge, Aesch.