νεοσφαγής

From LSJ
Revision as of 22:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσφᾰγής Medium diacritics: νεοσφαγής Low diacritics: νεοσφαγής Capitals: ΝΕΟΣΦΑΓΗΣ
Transliteration A: neosphagḗs Transliteration B: neosphagēs Transliteration C: neosfagis Beta Code: neosfagh/s

English (LSJ)

ές, fresh-slaughtered, S.Tr.1130, Aj.898, E.Hec.894; νεοσφαγῆ που τόνδε προσλεύσσων φόνον S.Aj.546.

German (Pape)

[Seite 245] ές, neu, eben erst geschlachtet, getödtet; Soph. Ai. 882 Trach. 1120; auch φόνος, Ai. 542; Eur. Hec. 894; Sp., wie Hermogen. de stat. 2, σῶμα.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
récemment égorgé.
Étymologie: νέος, σφάζω.

Greek (Liddell-Scott)

νεοσφᾰγής: -ές, ὁ νεωστὶ σφαγεὶς, τέθνηκεν ἀρτίως νεοσφαγὴς Σοφ. Τρ. 1130, Αἴ. 898, τῆς νεοσφαγοῦς Πολυξένης Εὐρ. Ἑκ. 894· ὁ νεωστὶ χυθείς, νεοσφαγῆ που τόνδε προσλεύσσων φόνον Σοφ. Αἴ. 546.

Greek Monolingual

νεοσφαγής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που σφάχθηκε πρόσφατα («τέθνηκεν ἀρτίως νεοσφαγής», Σοφ.)
2. (για αίμα) αυτό που χύθηκε πρόσφατα
3. (κατ' επέκτ.) αυτός που συνέβη πρόσφατα («νεοσφαγῆ τοῦτόν γε... φόνον», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -σφαγής (< σφάττω), πρβλ. αυτο-σφαγής].

Greek Monotonic

νεοσφᾰγής: -ές (σφάζω), αυτός που μόλις σφαγιάστηκε, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νεοσφᾰγής:
1) недавно убитый (Πολυξένη Eur.);
2) свежепролитый (φόνος Soph.).

Middle Liddell

νεο-σφᾰγής, ές σφάζω
fresh-slain, Soph., Eur.