κατακονά

From LSJ
Revision as of 22:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰκονά Medium diacritics: κατακονά Low diacritics: κατακονά Capitals: ΚΑΤΑΚΟΝΑ
Transliteration A: katakoná Transliteration B: katakona Transliteration C: katakona Beta Code: katakona/

English (LSJ)

ἡ, (κατακαίνω) destruction, κατακονὰ ἀβίοτος βίου E.Hipp. 821 (lyr.).--The v.l., supported by Sch. (cf. EM50.25, Eust.381.22), κατακονᾷ… βίος, implies a Verb κατ-ᾰκονάω, wear away, as is done in whetting steel.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
ruine.
Étymologie: κατακαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰκονά: ἡ, (κατακαίνω), διαφθορά, καταστροφή, κατακονὰ ἀβίοτος βίου Εὐρ. Ἱππ. 821.― Ὁ Σχολ. (πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 50. 25, Εὐστ. 381. 22) πρέπει νὰ εἶχεν ἀναγνώσει κατακονᾷ... βίος, ἐκ τοῦ κατακονάω, φθείρω καὶ λεπτύνω, κατατρίβω (ὅπως ὅταν τις ἀκονᾷ χάλυβα), ἀλλ’ ἐσφαλμένως·― τὸ ῥῆμα κατακονάω (ἐκ τοῦ ἀκόνη) ἀπαντᾷ ἐν Εὐστ. Πονηματ. 295. 44· μεταφορ., ἴδε ἐν λέξει καλλύνω.

Greek Monolingual

κατακονά, ἡ (Α) κατακαίνω
διαφθορά, καταστροφή.

Greek Monotonic

κατᾰκονά: ἡ (κατακαίνω), = διαφθορά, καταστροφή, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰκονά:гибель, разрушение (βίου Eur.).

Middle Liddell

κατᾰκονά, ἡ, κατακαίνω = διαφθορά,]
destruction, Eur.