πανυπέρτατος
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
English (LSJ)
η, ον, A highest of all, μεγέθει π. Arist.Mu.397a15; π. ἐρρίζωνται, of trees, are rooted highest on the mountain, A.R.1.1122: hence, most remote or farthest from land, π. εἰν ἁλὶ κεῖται, of Ithaca, Od.9.25. 2 supreme, Call.Jov.91, Orph. H.19.2,al.
German (Pape)
[Seite 465] der ganz oberste; Od. 9, 25 u. sp. D., bes. Orph. oft; οὐρανός Arist. mund. 5.
French (Bailly abrégé)
η ou ος, ον :
le plus haut de tous.
Étymologie: πᾶν, ὑπέρτατος.
Greek (Liddell-Scott)
πανῠπέρτατος: -η, -ον, ὑπὲρ πάντας ὑπέρτατος, Ὀδ. Ι. 25, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 9, Ὀρφ. 2) βαθύτατος πάντων, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1122.
English (Autenrieth)
quite the highest, i. e. above or farther off than the rest, Od. 9.25†.
Greek Monolingual
-άτη, -ον, Α
1. ο ανώτατος όλων («μεγέθει πανυπέρτατος», Αριστοτ.)
2. αυτός που βρίσκεται στο έσχατο σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὑπέρτατος.
Greek Monotonic
πανῠπέρτατος: -η, -ον, αυτός που είναι πιο ψηλά από όλους, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνῠπέρτᾰτος:
1) самый дальний, крайний: π. πρὸς ζόφον Hom. лежащий на крайнем западе, самый западный;
2) самый верхний, высочайший (οὐρανός Arst.): π. μεγέθει Arst. неизмеримый.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανυπέρτατος -η -ον [πᾶς, ὑπέρτατος] allerhoogst, uiterst.
Middle Liddell
παν-ῠπέρτατος, η, ον
highest of all, Od.