παράφραγμα
Οἱ βασιλεῖς τῇ ἐγκυκλοπαιδείᾳ, αὐτὴ τοῖς βασιλεῦσι (Salamanca inscription) → The kings for the university, and the university for the kings
English (LSJ)
ατος, τό, A breastwork on the top of a wall or mound, mostly in plural, Th.4.115; of a ship, bulwarks, Id.7.25; screen or curtain, Pl.R.514b; τὰ τοῦ βουλευτηρίου π. App.BC2.118. 2 metaph. in sg., barrior, π. καὶ ἐμπόδιον Dam.Pr.400.
German (Pape)
[Seite 507] τό, ein durch einen Zaun, ein Gehäge eingeschlossener Ort, Einfriedigung, Schutzwehr, Thuc. 4, 115; Verschlag, Plat. Rep. VII, 514 b; τοῦ βουλευτηρίου, App. B. C. 2, 118.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
palissade, barrière placée au long.
Étymologie: παραφράσσω.
Greek (Liddell-Scott)
παράφραγμα: τό, φραγμὸς παρὰ ἢ περί τι, ἐν χρήσει μόνον κατὰ πλυθ., Θουκ. 4. 115· ἐν πλοίῳ, τὰ περιφράγματα τοῦ πλοίου, ὁ αὐτ. 7. 25· χαμηλὸν διάφραγμα ἢ παραπέτασμα, Πλάτ. Πολ. 514Β· τά του βουλευτηρίου π. Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 118.
Greek Monolingual
το, ΝΑ παραφράσσω
1. φράγμα, περίφραγμα κοντά ή γύρω από κάτι, περιφραγμένος τόπος, οχύρωμα
2. (για πλοίο) πλευρικό διάφραγμα κατά μήκος του πλοίου
αρχ.
1. παραπέτασμα, προφυλακτήρας
2. μτφ. όριο φραγμός, εμπόδιο.
Greek Monotonic
παράφραγμα: τό, πρόχωμα στην κορυφή ενός λόφου, μόνο στον πληθ., σε Θουκ.· σε πλοίο, τα περιφράγματα, κουπαστές, στον ίδ.· χαμηλό παραπέτασμα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
παράφραγμα: ατος τό
1) ограждение, заграждение, бруствер, Thuc.;
2) перегородка Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράφραγμα -ατος, τό [παρά, φράττω] palissade, omheining.
Middle Liddell
παράφραγμα, ατος, τό,
a breastwork on the top of a mound, only in plural, Thuc.; in a ship, the bulwarks, Thuc.: a low screen, Plat. [from παραφράσσω