πλίνθινος

From LSJ
Revision as of 08:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλίνθῐνος Medium diacritics: πλίνθινος Low diacritics: πλίνθινος Capitals: ΠΛΙΝΘΙΝΟΣ
Transliteration A: plínthinos Transliteration B: plinthinos Transliteration C: plinthinos Beta Code: pli/nqinos

English (LSJ)

η, ον, A made or built of brick, οἰκίαι, τεῖχος, Hdt.5.101, X.An.3.4.11, cf. Arist.Metaph.1033a19; στήλη J.AJ1.2.3; ἔργα PSI5.496.3 (iii B. C.). II of clay, κυλίκιον Thphr.HP5.9.8; ζῷα Dicaearch.1.3 (dub.).

German (Pape)

[Seite 636] von Ziegeln erbau't, gemacht; Her. 5, 101; Xen. An. 3, 4, 11 u. Sp., wie D. Hal.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait ou bâti en briques.
Étymologie: πλίνθος.

Greek (Liddell-Scott)

πλίνθῐνος: -η, -ον, (πλίνθος) πεποιημένος ἢ ᾠκοδομημένος ἐκ πλίνθων, οἰκία, τεῖχος Ἡρόδ. 5. 101, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 11, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 7, 12. ΙΙ. ἐκ πηλοῦ, πήλινος, κυλίκιον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 9, 8· ζῷα Δικαίαρχ. σ. 120 Gail.

Greek Monolingual

-η, -ο / πλίνθινος, -ίνη, -ινον, ΝΑ, και πλίθινος Ν πλίνθος/πλίθος]
αυτός που είναι κατασκευασμένος από πλίνθους, πλινθόκτιστος
αρχ.
αυτός που είναι κατασκευασμένος από πηλό, χωματένιος.

Greek Monotonic

πλίνθῐνος: -η, -ον (πλίνθος), αυτός που είναι κατασκευασμένος από πλίνθο, σε Ηρόδ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πλίνθῐνος: сложенный из кирпичей, кирпичный (οἰκία Her., Arst.; τεῖχος Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλίνθινος -η -ον [πλίνθος] bakstenen, van baksteen.

Middle Liddell

πλίνθῐνος, η, ον πλίνθος
of brick, Hdt., Xen.

English (Woodhouse)

made of brick

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)