προβύω

From LSJ
Revision as of 08:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβύω Medium diacritics: προβύω Low diacritics: προβύω Capitals: ΠΡΟΒΥΩ
Transliteration A: probýō Transliteration B: probyō Transliteration C: provyo Beta Code: probu/w

English (LSJ)

[ῡ], fut. -βύσω:—π. λύχνον push up the wick of a lamp, trim it, cj.in Ar.V.250: metaph., π. φορτικὸν γέλωτα Com.Adesp.644.

German (Pape)

[Seite 713] λύχνον, wie προμύσσω, den Docht vorstoßen, um die Lampe zu putzen, Ar. Vesp. 249; προβῦσαι φορτικὸν γέλωτα, B. A. 59, = προβαλεῖν, von Solchen, die immer nur Gelächter erregen wollen.

French (Bailly abrégé)

moucher la mèche d'une lampe.
Étymologie: πρό, βύω.

Greek (Liddell-Scott)

προβύω: [ῡ], μέλλ. -βύσω· ― πρ. λύχνον, ὡς τὸ προμύσσω, ὠθῶ πρὸς τὰ ἔξω τὴν θρυαλλίδα τοῦ λύχνου, «ξεφτιλίζω», Ἀριστοφ. Σφ. 249· μεταφ., προβῆσαι φορτικὸν γέλωτα: «ἀντὶ τοῦ προβαλεῖν, ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν τοὺς λύχνους προβυόντων· καὶ γὰρ τούτων τὴν θρυαλλίδα ἐκ τοῦ ἔνδον εἰς τὸ ἔξω προβάλλουσι. Τίθεται ἐπὶ τῶν μηδὲν σεμνὸν ἐχόντων, ἀεὶ δὲ διὰ τοῦ γελωτοποιεῖν θηρωμένων τι» Α. Β. 59, 18.
Κεῖται μὲν τὸ ῥῆμα ἐν τῷ Θησ. Στεφ. ἐκ τοῦ Πολυδεύκους καὶ ἄλλων, ἀλλὰ κατ’ ἄλλην σημασίαν, οὐχὶ δὲ καθ’ ἣν εὕρηται ἐν τῇ ἑξῆς φράσει τοῦ Γρηγ. Νύσσ. ἐν Mi. Pa. gr. τ. 44, σ. 1205· προβεβυσμένη ἀκοὴ ὑπὸ τῆς φωνῆς τῶν κηρύκων, πρότερον στουππωμένη, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

Α
1. ωθώ κάτι προς τα έξω
2. φρ. «προβύω λύχνον» — ωθώ προς τα έξω το φιτίλι του λύχνου, ξεφιτιλίζω
3. μτφ. (στην κωμωδία) λεγόταν για εκείνους που επιδιώκουν και προκαλούν τη γελοιοποίηση προσώπων αλλά και πραγμάτων («προβύειν φορτικὸν γέλωτα», Κωμ. Αδέσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + βύω «κλείνω, αποφράσσω»].

Greek Monotonic

προβύω: [ῡ], μέλ. -βύσω· προβύω λύχνον, βγάζω το φιτίλι από τη λάμπα, περικόπτω, ελαττώνω, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

προβύω: (ῡ) (о фитиле) подрезать, подстригать, оправлять (λύχνον Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-βύω naar voren duwen:. τὸν λύχνον πρόβυσον duw de lampenpit op Aristoph. Ve. 250.

Middle Liddell

fut. -βύσω
πρ. λύχνον to push up the wick of a lamp, to trim it, Ar.