προσσυκοφαντέω
From LSJ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
slander besides, D.55.29 (sed leg. divisim).
German (Pape)
[Seite 780] noch dazu verleumden, τοὺς ἠδικημένους, Dem. 55, 29.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
accuser ou calomnier en outre.
Étymologie: πρός, συκοφαντέω.
Greek (Liddell-Scott)
προσσῡκοφαντέω: συκοφαντῶ προσέτι, Δημ. 280. 2· κάλλιον διῃρημένως.
Greek Monotonic
προσσῡκοφαντέω: μέλ. -ήσω, συκοφαντώ επιπλέον, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
προσσῡκοφαντέω: тж. раздельно сверх того клеветать, позорить (τοὺς ἠδικημένους Dem.).