προσωφελέω

From LSJ
Revision as of 08:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσωφελέω Medium diacritics: προσωφελέω Low diacritics: προσωφελέω Capitals: ΠΡΟΣΩΦΕΛΕΩ
Transliteration A: prosōpheléō Transliteration B: prosōpheleō Transliteration C: prosofeleo Beta Code: proswfele/w

English (LSJ)

help, assist besides, contribute to assist, τινας Hdt.9.68; σε PSI4.400.5 (iii B.C.): c. dat., Hdt.9.103, E.Alc.41, Heracl. 330: abs., ib.34, D.H.8.74; μέγα π. ἐς τὸ εὔσαρκον contribute to it, Hp.Art.53:—Pass., ὁ βραχίων τι προσωφελεῖται ἐς εὐσαρκίην gains something towards it, ibid.

German (Pape)

[Seite 790] dazu, dabei, mit helfen, beistehen; τοῖς ἀμηχάνοις, Eur. Heracl. 331; Alc. 42 u. öfter; bes. im Kriege Beistand leisten, τοῖς Ἕλλησι, Her. 9, 103; aber τοὺς φεύγοντας 9, 68; προσωφελητέον, Xen. Ages. 12; Folgde, wie Arr. An. 1, 8; D. Hal. 8, 74, im Kriege Hülfe leisten.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
venir en aide à, τινι ; en parl. de guerre venir au secours de, τινι.
Étymologie: πρός, ὠφελέω.

Greek (Liddell-Scott)

προσωφελέω: βοηθῶ, ὠφελῶ προσέτι, συντελῶ πρὸς βοήθειάν τινος, τινα Ἡρόδ. 9. 68, Εὐρ. Ἡρακλ. 34· ὡσαύτως μετὰ δοτ., ὡς τὸ ἐπωφελέω, Ἡρόδ. 9. 103, Εὐρ. Ἄλκ. 41, Ἡρακλ. 330· ἀπολ., Διον. Ἁλ. 8. 74· προσωφελῶ ἐς τὸ εὔσαρκον, συντελῶ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 821· καὶ ἐν τῷ παθ., ὁ βραχίων τι προσωφελέεται ἐς εὐσαρκίην, κερδαίνει τι πρός…, αὐτόθι.

Greek Monotonic

προσωφελέω: μέλ. -ήσω, βοηθώ ή επικουρώ επιπλέον, συνεισφέρω βοήθεια, τινά, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης με δοτ., όπως ἐπωφελέω, σε Ηρόδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

προσωφελέω: приходить на помощь, помогать (τινα и τινι Her., Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ωφελέω meehelpen, assisteren, met acc. of dat.

Middle Liddell

fut. ήσω
to help or assist besides, contribute to assist, τινά Hdt., Eur.; also c. dat., like ἐπωφελέω, Hdt., Eur.