σκαφοειδής
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
ές, like a bowl, hollow, Eudox.Ars 12.9, D.S.2.31, Placit.2.22.2, al., Gal.UP3.6, Ach. Tat.Intr.Arat.19; τὸ σ. bowl-shaped body, Placit.2.24.3.
German (Pape)
[Seite 890] ές, nachen-, kahnartig, kahnähnlich, Plut. placit. phil. 2, 22.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ressemble à un bateau allongé.
Étymologie: σκάφη, εἶδος.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰφοειδής: -ές, ὁ ὅμοιος πρὸς λέμβον ἢ πλοιάριον, Διόδ. 2. 31· ὅμοιος πρὸς σκάφην ἢ λεκάνην, Στοβ. Ἐκλ.: Φυσ. σ. 46 Gaisf., Πλούτ. 2. 890D κἐξ.· τὸ σκαφοειδές, σῶμα ἔχον τὸ σχῆμα λεκάνης ἢ σκάφης, Πλούτ. 2. 891Ε.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που είναι όμοιος με σκάφη, που έχει σχήμα σκάφης ή λεκάνης, σκαφιδωτός, κοίλος («τὸν ἥλιον... σκαφοειδῆ, ὑπόκυρτον», Πλούτ.)
νεοελλ.
φρ. α) «σκαφοειδές οστό»
ανατ. i) το μεγαλύτερο και το πιο έξω από τα τέσσερα οστά του πρώτου στοίχου του καρπού, το οποίο βρίσκεται στο κερκιδικό χείλος
ii) οστό που καταλαμβάνει το έσω τμήμα του άκρου ποδιού και αρθρώνεται προς τα πίσω με τον αστράγαλο και προς τα εμπρός με τα τρία σφηνοειδή οστά
β) «σκαφοειδής αύλακα»
ανατ. τοξοειδής αύλακα μεταξύ έλικας και ανθέλικας του πτερυγίου του αφτιού, αλλ. σκάφος
αρχ.
1. αυτός που μοιάζει με λέμβο ή πλοιάριο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκαφοειδές
σώμα που έχει το σχήμα σκάφης ή λεκάνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάφη + -ειδής. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. scaphoid].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκαφοειδής -ες [σκάφος, εἶδος] komvormig, hol.