συγκατέρχομαι

From LSJ
Revision as of 09:06, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατέρχομαι Medium diacritics: συγκατέρχομαι Low diacritics: συγκατέρχομαι Capitals: ΣΥΓΚΑΤΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: synkatérchomai Transliteration B: synkaterchomai Transliteration C: sygkaterchomai Beta Code: sugkate/rxomai

English (LSJ)

A sink downwards together, Arist.Insomn.461b12; τὸ -ερχόμενον αὐτῷ χολῶδες περίττωμα Gal.15.686. II come back, return from exile together, Lys.31.9, Arist.Pol.1300a18, etc.; τινι with one, Lys.31.13; μετά τινος Plu.Dio 29.

German (Pape)

[Seite 966] (s. ἔρχομαι), mit od. zugleich zurückkommen; Lys. 31, 9; Plut. Camill. 30.

French (Bailly abrégé)

1 descendre ensemble;
2 revenir ensemble (de l'exil).
Étymologie: σύν, κατέρχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατέρχομαι: ἀποθ., μετ’ ἀορ. καὶ πρκμ. ἐνερ.· ― κατέρχομαι ἐν συνοδείᾳ ἢ ὁμοῦ, Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 3. 10, ΙΙ. ἐπανέρχομαι ὁμοῦ, ὑποστρέφω ἐκ τῆς ἐξορίας ὁμοῦ, Λυσί. 187. 33, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 15. 15, κτλ.· τινι, μετά τινος, Λυσί. 188. 6· μετά τινος Πλουτ. Δίων 29.

Greek Monolingual

ΜΑ
κατέρχομαι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον («τὸ συγκατερχόμενον αὐτῷ χολῶδες περίττωμα», Γαλ.)
αρχ.
επιστρέφω από την εξορία μαζί με κάποιον.

Greek Monotonic

συγκατέρχομαι: αποθ., με Ενεργ. αόρ. και παρακ., γυρίζω πίσω από κοινού, επιστρέφω από εξορία μαζί με, σε Λυσ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

συγκατέρχομαι:
1) вместе нисходить, спускаться вниз: αἱ κινήσεις συγκατέρχονται Arst. движения направляются вниз;
2) вместе возвращаться: σ. τινι Lys. и μετά τινος Plut. вместе возвращаться (на родину); συγκατελθεῖν κατεργασάμενός τι τῶν συμφερόντων Lys. вернуться вместе с другими, сделав нечто полезное.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κατέρχομαι samen terugkeren (uit ballingschap); met dat., met μετά + gen. met iem.

Middle Liddell


Dep. with aor. and perf. act., to come back together, return from exile together, Lys., etc.