συλλογιστικός

From LSJ
Revision as of 09:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλογιστικός Medium diacritics: συλλογιστικός Low diacritics: συλλογιστικός Capitals: ΣΥΛΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: syllogistikós Transliteration B: syllogistikos Transliteration C: syllogistikos Beta Code: sullogistiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A inferential, Pl.Def.414e; σύνδεσμοι D.T.642.26, cf. A.D.Conj. 252.5; σημεῖον Gal.15.419. 2 syllogistic, Arist.APr.42a36, al. Adv. -κῶς Id.Rh.1401a8. 3 οἱ -κοί dialecticians, Ph.1.346.

German (Pape)

[Seite 976] ή, όν, zum Schließen, Schlüssemachen, Folgern gehörig, Plat. detin. 414 e, darin geübt.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne le raisonnement ; particul. syllogistique ; t. de gramm. connecteur, (particule) marquant les articulations logiques (ἄρα, ἀλλά, οὐκοῦν, etc.);
2 habile à raisonner, fin, habile.
Étymologie: συλλογίζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

συλλογιστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ συλλογίζεσθαι, «ἀπόδειξις λόγος συλλογιστικὸς ἀληθὴς» Πλάτ. Ὅροι 414Ε. 2) ὁ διὰ συλλογισμοῦ γινόμενος, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1, 25, 9, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. συλλογιστικῶς, «ἔστι δὲ εἰς τὸ τῇ λέξει συλλογιστικῶς λέγειν χρήσιμον, τὸ συλλογισμῶν πολλῶν κεφάλαια λέγειν» ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 24, 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συλλογιστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συλλογίζομαι
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συλλογισμό ή που γίνεται με συλλογισμό (α. «συλλογιστικός τρόπος» β. «συλλογιστικοὶ σύνδεσμοι», Δίον. Θρ.
γ. «ἀπόδειξις λόγος συλλογιστικὸς ἀληθής», Πλάτ.)
2. φρ. «συλλογιστικό σχήμα»
(λογ.) τύπος συλλογισμού ο οποίος καθορίζεται από τη φύση τών προτάσεων και από τη σχέση που υπάρχει μεταξύ τους καθώς και από το συμπέρασμα που εξάγεται από αυτές τις προτάσεις, αλλ. σχήμα συλλογισμού
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η συλλογιστική
(λογ.) α) η συστηματική μελέτη τών συλλογισμών
β) ο αρχαιότερος κλάδος της τυπικής λογικής, που έχει διατυπωθεί και αναπτυχθεί στα έργα του Αριστοτέλους και ο οποίος επιτρέπει, μέσω της μελέτης τών λογικών δομών τών προτάσεων και τών συλλογισμών, την απόφανση για την παραγωγή ενός συμπεράσματος από άλλες δοθείσες προτάσεις
αρχ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ συλλογιστικοί
οι διαλεκτικοί φιλόσοφοι.
επίρρ...
συλλογιστικῶς Α
με τρόπο συλλογιστικό, με συλλογισμό.

Greek Monotonic

συλλογιστικός: -ή, -όν (συλλογίζομαι), αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε λογικό υπολογισμό ή συλλογισμό, διανοητικός, σε Αριστ.· επίρρ. -κῶς, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

συλλογιστικός:
1) умозаключающий (λόγος Plat.);
2) лог. силлогистический, дедуктивный Arst.;
3) грам. (о союзах ἄρα, οὐκοῦν, τοίνυν и т. п.) выражающий следствие, консекутивный.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συλλογιστικός -ή -όν [συλλογίζομαι] gebaseerd op een syllogisme, deductief. [Plat.] Def. 414e. adv. συλλογιστικῶς op de manier waarop je een syllogisme maakt, alsof je een syllogisme maakt. Aristot. Rh. 1401a8.

Middle Liddell

συλλογιστικός, ή, όν συλλογίζομαι
of or for concluding, syllogistic, Arist.:—adv. -κῶς, Arist.