τανυσίπτερος

From LSJ
Revision as of 09:51, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνῠσίπτερος Medium diacritics: τανυσίπτερος Low diacritics: τανυσίπτερος Capitals: ΤΑΝΥΣΙΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: tanysípteros Transliteration B: tanysipteros Transliteration C: tanysipteros Beta Code: tanusi/pteros

English (LSJ)

ον, = τανύπτερος (with extended wings, long-winged), ὄρνιθες Od.5.65, cf. Hes.Op. 212, Alc.84; κίχλαι Od.22.468; ἀλκυόνες Ibyc.8; οἰωνός h.Merc. 213; χελιδών Ar.Av.1411 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1067] = τανύπτερος; ὄρνιθες, κίχλαι, Od. 5, 65. 22, 468; οἰωνός, H. h. Merc. 213; ὄρνις, Hes. O. 214 Th. 525; Ar. Av. 1412. 1415; δίκα, Mesomed. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. τανυπτέρυξ.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνῠσίπτερος: -ον, = τανύπτερος, τανυπτέρυξ, ὄρνιθες Ὀδ. Ε. 65, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 210· κίχλαι Ὀδ. Χ. 468· ἀλκυόνες Ἴβυκ. 7· οἰωνὸς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 213· χελιδὼν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1411.

English (Autenrieth)

broad-winged, Od. 5.65 and Od. 22.468.

Greek Monolingual

-ον, ΝΜΑ
βλ. τανύπτερος.

Greek Monotonic

τᾰνῠσίπτερος: -ον (τανύω, πτερόν), αυτός που έχει ανοιγμένα φτερά, μακριές πτέρυγες, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνῠσίπτερος: Hom., HH, Hes., Arph. = τανύπτερος.

Middle Liddell

τᾰνῠσί-πτερος, ον, τανύω, πτερόν
with extended wings, long-winged, Od., Hes., Ar.