φραδμοσύνη

From LSJ
Revision as of 11:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρᾰδμοσύνη Medium diacritics: φραδμοσύνη Low diacritics: φραδμοσύνη Capitals: ΦΡΑΔΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: phradmosýnē Transliteration B: phradmosynē Transliteration C: fradmosyni Beta Code: fradmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, poet. Noun, shrewdness, cunning, in dat. pl. φραδμοσύνῃς h.Ap.99, Hes.Op.245, Th.626, etc.; dat. sg. φραδμοσύνῃ A.R.2.647; cf. φρασμοσύνη.

German (Pape)

[Seite 1302] ἡ, Verstand, Einsicht, Geschicklichkeit, List; H. h. Apoll. 99; Hes. öfter im plur.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
prudence, sagesse.
Étymologie: φράδμων.

Greek (Liddell-Scott)

φραδμοσύνη: ἡ, ποιητ ὄνομα εὐφυΐα, νόησις, δεξιότης, ἐν τῇ δοτ. πληθ., φραδμοσύνῃσιν Ὑμν Ὁμ εἰς Ἀπόλλ. 99, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 243, Θεογον. 626, κλπ.· ἐν τῷ ἑνικῷ φραδμοσύνῃ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 647. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φραδμοσύνη· σκέψις, βουλή, νόησις».

Greek Monolingual

και φρασμοσύνη, ἡ, Α φράδμων / φράσμων, -όνος]
ευφυΐα, επιτηδειότητα.

Greek Monotonic

φραδμοσύνη: ἡ, ποιητ. όνομα, κατανόηση, εξυπνάδα, δεξιότητα, σε δοτ. πληθ. φραδμοσύνῃς, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

φραδμοσύνη:разумность, тонкий замысел HH, Hes.

Middle Liddell

φραδμοσύνη, ἡ,
poet. Noun, understanding, shrewdness, cunning, in dat. pl. φραδμοσύνῃσιν Hhymn., Hes.