χρόμαδος
Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod
English (LSJ)
ὁ, crashing sound, χ. γενύων, in a pugilistic contest, Il. 23.688. (From the same Root as χρεμ-ετίζω, χρέμ-πτομαι.)
German (Pape)
[Seite 1377] ὁ, ein knirschendes, knarrendes Geräusch, Knirschen, γενύων Il. 23, 688; verwandt mit χρεμετίζω.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
frémissement ou craquement.
Étymologie: cf. χρεμετίζω.
Greek (Liddell-Scott)
χρόμαδος: ὁ, ποιὸς ἦχος, ψόφος, δεινὸς δὲ χρόμαδος γενύων γένετ’, «ποιὸς ἦχος τοῦ χρωτὸς τῶν σιαγόνων» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 688. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ᾗς καὶ τὰ χρεμετίζω, χρέμπτομαι).
English (Autenrieth)
grinding sound, Il. 23.688†.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κυρίως ως όρος στην πάλη) κρότος προερχόμενος από σύγκρουση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός από την ετεροιωμένη βαθμίδα χρομ- της ρίζας του ρ. χρεμετίζω «χλιμιντρίζω» και επίθημα -(α)δος (πρβλ. κέλ-αδος, ὀρυμαγδός)].
Greek Monotonic
χρόμᾰδος: ὁ, θορυβώδης ήχος, χρόμαδος γενύων, λέγεται για πυγμαχικό αγώνα, σε Ομήρ. Ιλ. (ηχομιμ. λέξη).
Russian (Dvoretsky)
χρόμᾰδος: ὁ скрип, скрежет (γενύων Hom.).
Middle Liddell
χρόμᾰδος, ὁ,
a crashing sound, χρ. γενύων, of a pugilistic contest, Il. [Formed from the sound.]
Frisk Etymology German
χρόμαδος: χρόμις, χρόμος
{khrómados}
See also: s. χρεμετίζω.
Page 2,1122