ἀντιδιαπλέκω

From LSJ
Revision as of 13:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιδιαπλέκω Medium diacritics: ἀντιδιαπλέκω Low diacritics: αντιδιαπλέκω Capitals: ΑΝΤΙΔΙΑΠΛΕΚΩ
Transliteration A: antidiaplékō Transliteration B: antidiaplekō Transliteration C: antidiapleko Beta Code: a)ntidiaple/kw

English (LSJ)

retort, ἀντιδιαπλέκει ὡς . . Aeschin.3.28, cf.AB406.

Spanish (DGE)

replicar ἀντιδιαπλέκει πρὸς τοῦτο εὐθὺς λέγων ὡς Aeschin.3.28, cf. AB 406, Hsch.

German (Pape)

[Seite 251] dagegen verflechten, ἀντιδιαπλέκει πρὸς τοῦτο λέγων, er braucht dagegen einen Kunstgriff in seiner Rede, Aesch. 3, 28, wo Bekk. λέγων ausläßt, vom Ringen in der Palästra entlehnt, vgl. διαπλέκω.

French (Bailly abrégé)

répliquer.
Étymologie: ἀντί, διαπλέκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδιαπλέκω: ἀνταπαντῶ, ἀντιτάσσω, ἀντιπαρατηρῶ, ναί, ἀλλ’ ἀντιδιαπλέκει πρὸς τοῦτο εὐθέως λέγων Αἰσχίν. κ. Κτησιφ. 3. 9, 1: -«ἀντιδιαπλέκειν: τὸ ἐν δίκῃ ἀντιλέγειν» Α. Β. 406. 25.

Greek Monolingual

ἀντιδιαπλέκω (Α)
αντιτάσσω επιχειρήματα.

Greek Monotonic

ἀντιδιαπλέκω: μέλ. -ξω, ανταποδίδω, ανταπαντώ, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιδιαπλέκω: парировать, возражать Aeschin.

Middle Liddell

to retort, Aeschin.