ἀντονομάζω

From LSJ
Revision as of 13:18, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντονομάζω Medium diacritics: ἀντονομάζω Low diacritics: αντονομάζω Capitals: ΑΝΤΟΝΟΜΑΖΩ
Transliteration A: antonomázō Transliteration B: antonomazō Transliteration C: antonomazo Beta Code: a)ntonoma/zw

English (LSJ)

A name instead, call by a new name, c. dupl.acc., Th. 6.4. 2 ὁ -άζων ὅρος plea of avoidance and confession, Arg.Lycurg., cf. Hermog.Stat.4. 3 nominate instead, Pass., POxy.1405.17 (iii A.D.). II use ἀντονομασίαι or rhetorical figures, Ar.Th.55. 2 use the pronoun, Eust.103.23; ἀ. τινά A.D.Synt.192.21:—Pass., ib. 98.11. III Arith., in Pass., to be of a contrary denomination, Nicom.Ar.1.23.

Spanish (DGE)

I 1cambiar de nombre τὰ ἔπη Ar.Th.55, τὴν πόλιν ... Μεσσήνην ... ἀντωνόμασεν cambió de nombre a la ciudad por el de Mesena Th.6.4.
2 jur. ὁ ἀντονομάζων ὅρος alegato que incluye descargo y confesión Lycurg.argumen., Hermog.Stat.p.37.
3 nombrar en lugar de otro para el cargo público de recaudador de impuestos ἀντωνομάσθαι με ὑπὸ Αὐρηλίου POxy.1405.17 (III d.C.).
II gram.
1 usar antítesis Ar.Th.55.
2 sustituir por el pronombre ἀντονομάσει ἑαυτόν se denominará a sí mismo mediante el pronombre A.D.Synt.192.21
abs. Eust.103.23
en v. pas. τὰ ... ὀνόματα ... ἀντονομάζεται los nombres ... son sustituidos por el pronombre A.D.Synt.98.23.
III mat. de números denominar de forma contraria en v. pas. Nicom.Ar.1.22.7, 23.1.

German (Pape)

[Seite 264] dagegen, anders benennen, Thuc. 6, 5. Bei Ar. Thesm. 55 von Euripides' künstlichem Reden in Antonomasien; und so bei Rhet. Bei Gramm.: das Pronomen setzen.

French (Bailly abrégé)

f. ἀντονομάσω, ao. ἀντωνόμασα;
appeler d'un nom différent.
Étymologie: ἀντί, ὀνομάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντονομάζω: δίδω νέον ὄνομα ἀντὶ τοῦ ὑπάρχοντος, μετὰ διπλῆς αἰτιατ., τὴν πόλιν Μεσσήνην ἀπὸ τῆς ἑαυτοῦ τὸ ἀρχαῖον πατρίδος ἀντωνόμασεν Θουκ. 6. 5· τὸν μῆνα τὸν Σεξστίλλιον ἐπικαλούμενον Αὔγουστον ἀντωνόμασε Δ. Κάσσ. 55. 6. ΙΙ. μεταχειρίζομαι ἐν τῷ λόγῳ ἀντονομασίας (ἴδε τὴν λέξιν), Ἀριστοφ. Θεσμ. 55. 2) μεταχειρίζομαι τὴν ἀντωνυμίαν, ἀλλ’ ὁπηνίκα συνθέτως ἀντονομάσαι βούλεται, κτλ., Εὐστ. 103. 23· ἀντ. τινὰ Ἀπολλών. π. Συντάξ. 192.

Greek Monolingual

ἀντονομάζω (AM)
μεταχειρίζομαι αντωνυμία
αρχ.
1. δίνω νέο όνομα σε κάτι, μετονομάζω
2. χρησιμοποιώ στον λόγο αντονομασίες ή ρητορικά σχήματα.

Greek Monotonic

ἀντονομάζω: μέλ. -σω, ονομάζω αντί άλλου, αποκαλώ με καινούριο όνομα, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντονομάζω:
1) переименовывать: τὴν πόλιν Μεσσήνην ἀπὸ τῆς πατρίδος ἀντωνόμασεν Thuc. по имени (своей) родины он переименовал город в Мессену;
2) рит. пользоваться антономасиями (γνωμοτυπεῖν καὶ ἀ. Arph.);
3) грам. употреблять местоимения.

Middle Liddell


to name instead, call by a new name, Thuc.