ἀποκηδέω
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
Dor. ἀπο-κᾱδέω, = ἀκηδέω, to be remiss, Il.23.413; to be faint, Sophr.78.
Spanish (DGE)
• Morfología: [dór. aor. part. ἀποκᾶδήσαντες Sophr.86]
1 actuar sin cuidado αἴ κ' ἀποκηδήσαντε φερώμεθα χεῖρον ἄεθλον Il.23.413, cf. Hsch.
2 quedarse sin fuerzas Sophr.l.c.
German (Pape)
[Seite 306] vernachlässigen, ἀποκηδήσαντε Iliad. 23, 413, vgl. Schol. Aristonic.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. part. duel ἀποκηδήσαντε;
1 être insouciant;
2 se relâcher, faiblir.
Étymologie: ἀποκηδής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκηδέω: μέλλ. -ήσω = ἀκηδέω, ἀφροντιστῶ, ἀμελῶ, αἴ κ’ ἀκηδάσαντε φερώμεθα χεῖρον ἄεθλον Ἰλ. Ψ. 413· κατὰ τὰ Α. Β. 428, 22, «ἀποκηδήσαντες, ἀντὶ τοῦ ἀποκακήσαντες, Ὅμηρος. παρὰ δὲ τῷ Σώφρονι ἀποκαδεῖ ἀντὶ τοῦ ἀσθενεῖ κεῖται», πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξει.
English (Autenrieth)
only aor. part. du. ἀποκηδήσαντε: proving remiss, ‘through your negligence,’ Il. 23.413†.
Greek Monotonic
ἀποκηδέω: Δωρ. κᾶδεω, μέλ. -ήσω, αποβάλλω τις φροντίδες, είμαι ξέγνοιαστος, αμέριμνος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκηδέω: быть нерадивым, лениться Hom.