ἀκηδέω
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
English (LSJ)
fut. -ήσω cj. in S.Ant.414, cf. Q.S.10.29: aor.
A -ησα 12.376, ἀκήδεσα Il.14.427: (ἀκηδής):—take no care for, no heed of, c. gen., οὔ τίς εὑ ἀκήδεσεν Il. l.c.; οὐ μέν μευ ζώοντος ἀκήδεις, ἀλλὰ θανόντος 23.70; σαυτοῦ δ' ἀκήδει δυστυχοῦντος (imper.) A.Pr.508, cf. Mosch.4.81, Onos.33.3.
2 abs., grow weary, Q.S.10.16. (See also ἀφειδέω.)
Spanish (DGE)
• Morfología: [dór. inf. aor. ἀκαδῆσαι Hsch.]
1 tr. no hacer caso, no cuidar de, despreocuparse de c. gen. εὑ Il.14.427, Mosch.4.81, μεῦ Il.23.70, σαυτοῦ ... δυστυχοῦντος A.Pr.508, δυνάμεως Onas.33.3, tb. c. ac. τοὺς θεούς Anon.Hist.153.7.3.30
•en v. med. mismo sent. σὺ δὲ ἀκή[δε] ι τούτων Vit.Fr.Pap.2.2.1.9.
2 c. part. cansarse de εἰς ὅ κε Δαναοὶ ... παρὰ τεῖχος ἀκηδήσωσι μένοντες hasta que los dánaos se cansen de estar al pie de la muralla Q.S.10.16, οὐ γὰρ ἀκηδήσουσι πολὺν χρόνον ἐνθάδ' Ἀχαιοί pues no van a cansarse aquí por mucho tiempo los aqueos Q.S.10.29, Ἀργεῖοι ... φέβονται μακρῷ ἀκηδήσαντες ἐπὶ πτολέμῳ los argivos se marchan hartos por lo largo de la guerra Q.S.12.376
•ἀκαδῆσαι· λυπηθῆναι Hsch.
French (Bailly abrégé)
ἀκηδῶ :
négliger, ne pas prendre soin de, gén..
Étymologie: ἀκηδής.
German (Pape)
vernachlässigen; Hom. zweimal, Il. 14.427 οὔ τίς εὑ ἀκήδεσεν; so Aristarch in der einen Ausgabe, in der anderen ἀκηδέσατ΄, s. Didym. Scholl.; Il. 23.70 οὐ μέν μευ ζώοντος ἀκήδεις, ἀλλὰ θανόντος; – Aeschyl. Prom. 506; Mosch. 4.81; – Qu.Sm. 12.376 ἀκηδήσαντες und 10.16, mutlos werden.
Russian (Dvoretsky)
ἀκηδέω: оставлять без попечения или внимания: οὔτις εὑ ἀκήδεσεν Hom. никто не оставил его своим попечением, т. е. всякий проявил заботу о нем; ἀ. τινος δυστυχοῦντος Aesch. покинуть кого-л. в беде.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκηδέω: μέλλ. -ήσω, Κόϊντ. Σμ. 10. 16., 12. 376., ἀλλ’ ἀόρ. ἀκήδεσα, Ἰλ. Ξ. 427 (ἀκηδής). Δὲν λαμβάνω φροντίδα τινὰ περί τινος, δὲν δίδω προσοχήν, μετὰ γεν., οὔ τίς εὑ ἀκήδεσεν, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., οὐ μέν μευ ζώοντος ἀκήδεις, ἀλλὰ θανόντος, Ψ. 70· σαυτοῦ δ’ ἀκήδει δυστυχοῦντος (προστ.), Αἰσχύλ. Πρ. 508, πρβλ. Μόσχ. 4.81: - πρβλ. ἀφειδέω.
English (Autenrieth)
(ἀκηδής); aor. ἀκήδεσεν: be neglectful, neglect.
Greek Monotonic
ἀκηδέω: μέλ. -ήσω· Επικ. αόρ. αʹ ἀκήδεσα· (ἀκηδής)· δεν φροντίζω για, αμελώ, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.