ἀπόκοιτος

From LSJ
Revision as of 13:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόκοιτος Medium diacritics: ἀπόκοιτος Low diacritics: απόκοιτος Capitals: ΑΠΟΚΟΙΤΟΣ
Transliteration A: apókoitos Transliteration B: apokoitos Transliteration C: apokoitos Beta Code: a)po/koitos

English (LSJ)

ον, A sleeping away from, τῶν συσσίτων Aeschin.2.127; οὐκ ἀ. παρὰ Ῥέας Luc.DDeor.10.2; μήτε ἀ. μηδ' ἀφήμερος ἀπὸ τῆς οἰκίας BGU1098.34 (i B.C.): abs., Men.Inc. 2.10. 2 separate from, c. gen., ἀρουρῶν BGU915.14 (i/ii A. D.).

Spanish (DGE)

-ον
1 que se ausenta durante la noche c. gen. o c. prep. y gen. ἀπόκοιτόν με ... τῶν συσσίτων γεγονέναι Aeschin.2.127, οὐδὲ ἀπόκοιτος ... παρὰ Ῥέας Luc.DDeor.14.2, ἀπὸ τῆς γυναικός Men.Fab.Incert.2.6
op. ἀφήμερος: μήτε ἀ. μηδ' ἀφήμερον ... ἀπὸ τῆς ... οἰκίας BGU 1098.34 (I a.C.), cf. PMich.587.13
sin rég. ἀ. ἐστι duerme fuera de casa Men.Epit.136, ἀπόκοιτος γέγονα Men.Fab.Incert.2.8, μὴ ἀπόκοιτος γενέσθαι Ach.Tat.6.3.1.
2 distante (un campo) ἀρουρῶν BGU 915.14 (II d.C.).

German (Pape)

[Seite 307] (κοίτη), außerhalb des Hauses, entfernt schlafend, τῶν συσσίτων Aesch. 2, 127; Luc. Abdic. 21; παρά τινος Deor. D. 10. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui couche à l'écart ou loin de, gén. ou παρά τινος.
Étymologie: ἀπό, κοίτη.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόκοιτος: -ον, ὁ κοιμώμενος μακρὰν ἀπό τινος, τῶν συσσίτων Αἰσχίν. 45. 2· οὐδ’ ἀπόκοιτος ἐκεῖνος παρὰ τῆς Ρέας ἦν Λουκ. Θεῶν Διάλ. 10. 2.

Greek Monolingual

ἀπόκοιτος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν κοιμάται πλέον στο σπίτι του
2. όποιος έχει απομακρυνθεί ή αποξενωθεί από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + -κοιτος < κοίτος «κλίνη, κρεβάτι» (πρβλ. κατάκοιτος, οψίκοιτος κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἀπόκοιτος: -ον (κοίτη), αυτός που κοιμάται χωριστά μακριά από τους άλλους, με γεν., σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόκοιτος: спящий вдали или отдельно (τινος Aeschin. и παρά τινος Luc.).

Middle Liddell

κοίτη
sleeping away from others, c. gen., Aeschin.