ἀπότασις

From LSJ
Revision as of 13:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπότᾰσις Medium diacritics: ἀπότασις Low diacritics: απότασις Capitals: ΑΠΟΤΑΣΙΣ
Transliteration A: apótasis Transliteration B: apotasis Transliteration C: apotasis Beta Code: a)po/tasis

English (LSJ)

εως, ἡ, A lengthening, prolongation, ὅσων ἔστιν ἀ. τῆς φωνῆς, i.e. ὅσων ἀποτείνεται ἡ φωνή, Arist.HA545a17. cf. de An.420b8. 2 stretching out, τῆς χειρός Sor.1.101; τῶν ποδῶν Plu.2.670d; τετάνου ἴδιον ἡ ἐς εὐθὺ ἀ. Aret.SA1.6. 3 distension, of the breast, Sor.1.87. 4 reference, ἡ ἀ. πρὸς Κλυταιμήστραν Sch.S.El.1070, cf. A.D.Synt.35.28,al.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I 1extensión, prolongación τῆς φωνῆς Arist.HA 545a17
emisión de voz ἀπότασιν ἔχει Arist.de An.420b8
extensión τῆς δεξιᾶς χειρός Sor.77.11, cf. Aret.SA 1.6.5.
2 distensión del pecho, Sor.65.29.
II referencia ἡ ἀ. πρὸς τὴν Κλυταιμήστραν Sch.S.El.1070P., πρὸς τὸ ὅλον A.D.Synt.35.27, cf. 113.5, 20.

German (Pape)

[Seite 329] ἡ, Ausdehnung, ποδῶν Plut.; Verlängerung.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
allongement.
Étymologie: ἀποτείνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπότᾰσις: -εως, ἡ, παράτασις, ἐπὶ ἤχου, ὅσων ἐστὶν ἀπ. τῆς φωνῆς, ὅ ἐ. ὅσων ἀποτείνεται ἡ φωνή, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 14, 8, πρβλ. π. Ψυχ. 2. 8, 9. 2) ἐξάπλωμα, τέντωμα, τῶν ποδῶν Πλούτ. 2. 670C· τέτανος ἡ ἐς εὐθὺ ἀπότασις Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6. 3) ὁ σκοπὸς πρὸς ὃν ἀποβλέπει ὁ συγγραφεύς, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἠλ. 1070, Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 113.

Greek Monolingual

ἀπότασις, η (Α) αποτείνω
1. έκταση, τέντωμα, άπλωμα
2. (για ήχο) παράταση, διάρκεια
3. το να αποτείνεται, να απευθύνει κανείς τον λόγο σε κάποιον
4. ιατρ. διόγκωση.

Russian (Dvoretsky)

ἀπότᾰσις: εως ἡ
1) вытягивание (ποδῶν Plut.);
2) удлинение, продление (φωνῆς Arst.).