ἀπολυτρόω
δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet
English (LSJ)
release on payment of ransom, Men.Mis.21: c. gen. pretii, ὡς ἐχθροὺς ἀ. τῶν μακροτάτων λύτρων Pl.Lg.919a, cf. Philipp. ap.D.12.3; restore for a ransom, τὰ ἐλεύθερα σώματα καὶ τὴν πόλιν αὐτοῖς Plb.2.6.6, cf. J.BJ2.14.1:—Med., Polyaen.5.40.
Spanish (DGE)
1 liberar mediante rescate c. ac. de pers. τὴν ἐμαυτοῦ a mi hija Men.Mis.298, τὰ ἐλεύθερα σώματα καὶ τὴν πόλιν Plb.2.6.6, τοὺς ἐπὶ λῃστείᾳ δεδεμένους I.BI 2.273
•c. ac. de pers. y gen. de precio liberar Pl.Lg.919a (τοὺς αἰχμαλώτους) ταλάντων ἐννέα D.12.3, χρημάτων ὀλίγων τὸν Ἕκτορος νεκρόν Plu.2.343b, tb. en v. med. οὓς (ἄνδρας) πολλῶν χρημάτων Polyaen.5.40
•c. prep. πρὸς ἰσοστάσιον χρυσόν al mismo peso de oro Posidon.274.
2 en v. med. liberarse ἀπολυτροῦται κακιῶν καὶ παθῶν διάνοια Ph.1.91, cf. Hsch.s.u. ἀπολυσάμενος.
German (Pape)
[Seite 313] für Lösegeld freigeben, τινά τινος, wofür, Plat. Legg. XI, 919 a; Ep. Philp. bei Dem. 12, 3 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
délivrer moyennant rançon.
Étymologie: ἀπό, λυτρόω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολυτρόω: ἐλευθερῶ διὰ λύτρων, καταβάλλω τὰ λύτρα καὶ ἐλευθερῶ τινα, μετὰ γεν. τοῦ τιμήματος, ὡς ἐχθροὺς ἀπ. τῶν μιαρωτάτων λύτρων Πλάτ. Νόμ. 919Α, πρβλ. Φιλιππ. παρὰ Δημοσθ. 151. 15: ― Μέσ., Πολύαιν. 5, 40.
Greek Monotonic
ἀπολυτρόω: μέλ. -ώσω, απελευθερώνω κάποιον με την καταβολή λύτρων, με γεν. του τιμήματος, σε Φιλ. παρά Δημ.
Greek Monolingual
(AM ἀπολυτρῶ, ἀπολυτρόω)
απελευθερώνω κάποιον καταβάλλοντας τα απαιτούμενα λύτρα
νεοελλ.
απαλλάσσω κάποιον από ψυχικές δοκιμασίες, σώζω
μσν.
γλυτώνω, ξεφεύγω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολυτρόω: освобождать за выкуп (τινας τῶν μακροτάτων λύτρων Plat.; ταλάντων ἐννέα Dem.).
Middle Liddell
to release on payment of ransom, c. gen. pretii, Philipp. ap. Dem.