ἀρίσημος

Revision as of 13:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

[ᾰρῐ], ον, (σῆμα) A notable, ἀρίσημα δὲ ἔργα τέτυκτο h.Merc. 12; καὶ τύμβος καὶ παῖδες ἐν ἀνθρώποις ἀρίσημοι Tyrt.12.29; ἀνήρ Hp. Ep.10; εἰκών Epigr.Gr.260 (Cyrene). II plain, visible, τρίβος Theoc.25.158. Adv. -μως Hld.6.14.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀρίσαμος GVI 1254.1 (Cirene III/II a.C.)
• Prosodia: [ᾰρῐ-]
I 1fácil de ver, bien visible τρίβος Theoc.25.158.
2 ilustre, famoso τύμβος καὶ παῖδες Tyrt.8.29, ἀνήρ Hp.Ep.10, ἔργα h.Merc.12, ἱρά Maiist.35, εἰκών GVI l.c.
II adv. -ως muy claramente τὴν μαντείαν ἀ. δηλοῦν Hld.6.14.6.

German (Pape)

[Seite 351] (σῆμα), sehr deutlich, offenkundig, H. h. Merc. 12; -σαμος Theocr. 25, 158. – Adv. -σήμως Heliod. 6, 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 notable, remarquable;
2 tout à fait visible.
Étymologie: ἀρι-, σῆμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρίσημος: -ον, (σῆμα) λίαν φανερός, ἀξιοσημείωτος, περιφανής, ἀρίσημα δὲ ἔργα τέτυκτο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 12· καὶ τύμβος καὶ παῖδες ἐν ἀνθρώποις ἀρίσημοι Τυρταῖος 9. 29· εἰκών, Συλλ. Ἐπιγρ. 5362b. ΙΙ. σφόδρα ἐναργής, ὀρατός, τρίβος Θεόκρ. 25. 158. - Ἐπίρρ. -μως Ἡλιόδ. 6. 14.

Greek Monolingual

ἀρίσημος, -ον (Α)
1. αξιοσημείωτος, σημαντικός
2. ευδιάκριτος, αυτός που φαίνεται καθαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρι- + -σημος < σήμα].

Greek Monotonic

ἀρίσημος: Δωρ. -σᾱμος, -ον (σῆμα
I. αξιοσημείωτος, σε Ομηρ. Ύμν., Τυρτ.
III. πολύ σαφής, εναργής, ορατός, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρίσημος: дор. v.l. ἀρίσᾱμος 2
1) замечательный (ἔργα HH);
2) заметный (τρίβος οὐκ ἀ. ἐν ὕλῃ Theocr.).

Middle Liddell

σῆμα
I. very notable, Hhymn., Tyrtae.
II. very plain, visible, Theocr.