ἀτρεμία
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
English (LSJ)
ἡ, A keeping still, ἀτρεμίαν ἔχειν X.Cyr.6.3.13, cf. Max.295; ἀ. λιμένων AP9.555.6 (Crin.); ἐν ἀτρεμίᾳ Cerc.5.7: pl., Arist.HA537a4. 2 intrepidity, Pi.N.11.12.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀτρεμίη Hp.Art.33, AP 9.555 (Crin.), Max.295
1 inmovilidad ἡσυχίη καὶ ἀ. ξυμφέρει μάλιστα Hp.Vlc.1, cf. l.c., durante el sueño, Arist.HA 537a4, ἀτρεμίαν ἔχειν estar quieto X.Cyr.6.3.13, ἐπεὶ πολὺ βέλτερον ἔσται ἀτρεμίην ἐχέμεν Max.l.c.
2 calma, tranquilidad ὅσα δὲ (φάρμακα) ὕπνον ποιέει, ἀτρεμίην δεῖ τῷ σώματι παρέχειν Hp.Aff.36, ἡ ἀ. πιαίνει Arist.HA 595a30, <ἐν> ἀτρεμίᾳ Cerc.5.7, νῆσον ... εὐάνεμον λιμένων τ' ἤπιον ἀτρεμίῃ AP l.c., cf. Hsch.
3 intrepidez μακαρίζω ... ἀτρεμίαν τε σύγγονον Pi.N.11.12.
German (Pape)
[Seite 388] ἡ, das Nichtzittern, Unerschrockenheit, Pind. N. 11, 12. – Ruhe, ἀτρεμίαν ἔχειν, = ἀτρέμας ἔχειν, Xen. Cyr. 6, 3, 13; λιμένων Crinag. 23 (IX, 555).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
état de celui qui ne tremble pas, immobilité ; ἀτρεμίαν ἔχειν XÉN demeurer immobile.
Étymologie: ἀτρεμής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρεμία: ἡ, τὸ ἀτρεμεῖν, τὸ μένειν ἀκίνητον, ἀτρεμίαν ἔχειν ἢ ἄγειν, = ἀτρεμεῖν, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 13· ― ἀταραξία, ἀφοβία, Πινδ. Ν. 11, 15. ὡσαύτως ἀτρεμησία, ἡ, Κύριλλ. κ. Ἰουλ. 3. τ. 6, σ. 97Ε.
English (Slater)
ἀτρεμία steadfastness, fearlessness ἄνδρα δἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέρ' Ἀρκεσίλαν καὶ τὸ θαητὸν δέμας ἀτρεμίαν τε σύγγονον (N. 11.12) [ἀρτεμιᾳ dub. (Pae. 12.3) ]
Greek Monolingual
η (Α ἀτρεμία) ατρεμής
1. το να μην τρέμει κάποιος ή κάτι
2. αταραξία, αφοβία.
Greek Monotonic
ἀτρεμία: ἡ (ἀτρεμής), στάση, ακινησία, ἀτρεμίαν ἔχειν ή ἄγειν, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀτρεμία: ион. ἀτρεμίη ἡ
1) неподвижность, спокойствие (λιμένων Anth.): ἀτρεμίαν ἔχειν Xen. оставаться неподвижным; ἀ. πιαίνει Arst. неподвижность способствует ожирению;
2) неустрашимость Pind.