ἀτροφία
English (LSJ)
ἡ,
A want of food or nourishment, of trees, Thphr. CP5.9.9; φθινούσης ἀ. φλογός Plu.2.949a.
2 atrophy, Arist. Pr.888a10, Antyll. ap. Orib.6.21.7.
3 starvation diet, καύσεις καὶ τομαὶ καὶ ἀ. Alex.Aphr.in Top.202.17.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 falta de alimento, desnutrición, ἀδυναμία δὲ διὰ τὴν τοῦ σώματος ἀτροφίαν Arist.Pr.888a10, τροφὴ καὶ ἀτροφία Aret.SD 2.4.8, ἀμφὶ τροφῆς βρεφέων ἠδ' ἀτροφίης ἀλεγεινῆς Man.6.8
•de árboles, Thphr.CP 5.9.9, cf. 2.6.3
•en sent. fig. ἀ. μὲν ἡ ἄγνοια τῆς ψυχῆς Clem.Al.Strom.7.12.72
•del fuego falta de combustible ἀ. φλογός Plu.2.949a
•dieta de inanición καύσεις καὶ τομαὶ καὶ ἀ. Alex.Aphr.in Top.202.17.
2 medic. atropa, debilidad ἀ. τῶν κάτω μερῶν Antyll. en Orib.6.21.7, cf. Gal.6.869.
German (Pape)
[Seite 389] ἡ, 1) Mangel an Nqhrung, Hunger, Theophr. u. A. – 2) Auszehrung, Medic., Plut.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
manque de nourriture.
Étymologie: ἄτροφος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτροφία: ἡ, ἔλλειψις τροφῆς ἢ θρέψεως, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 9, 9, Πλούτ. 2. 949Α. 2) νόσος, ἡ ἀτροφία, Ἀριστ. Προβλ. 8. 9, 2, Ἄντυλλ. ἐν Matthaei Med. 108.
Greek Monolingual
η (AM ἀτροφία) άτροφος
1. στέρηση τροφής
2. (για φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς) ανεπαρκής θρέψη
νεοελλ.
η ελάττωση του μεγέθους ενός κυττάρου, οργάνου, ιστού ή μέλους του σώματος.
Russian (Dvoretsky)
ἀτροφία: ἡ
1) отсутствие пищи, голодание Plut.;
2) увядание, атрофия (τοῦ σώματος Arst.).