ἀφίπταμαι
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
= ἀποπέτομαι, fly away, E.IA1608, Luc.Somn.16, Lib. Decl.51.15, Aët.7.103.
Spanish (DGE)
alejarse volando ἡ παῖς ... πρὸς θεοὺς ἀφίπτατο tu hija voló hacia los dioses E.IA 1608
•de aves ἀφιπτάμενα τὰ ὄρνεα Did.CP 14.20, πελαργός D.P.Au.1.31, de pers. en un sueño, Luc.Somn.16
•fig. levantar el vuelo e.d. esfumarse ἐμβάντες Tat.2.18.4
•del alma escaparse volando e.d. morir πῶς οὐχ ἡ ψυχή μοι τοῦ ὀδόντων ἕρκους ἀφίπταται; Lib.Decl.51.15, cf. Thdt.H.Rel.1.8
•c. gen. desviar la atención τοῦ σκόπου Aët.7.104.
German (Pape)
[Seite 412] (s. ἵπταμαι), wegfliegen, Eur. I. A. 1608; Luc. Pisc. 35 u. öfter; aor. ἀποπτάμενος Mar. D. 14, 2; Plut. Brut. 37.
French (Bailly abrégé)
part. ao. ἀποπτάμενος;
s'envoler.
Étymologie: ἀπό, ἵπταμαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφίπταμαι: ἀποπέτομαι, πετόμενος ἀπομακρύνομαι, φεύγω μακράν, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 1608.
Greek Monolingual
ἀφίπταμαι (Α) ίπταμαι
φεύγω πετώντας.
Russian (Dvoretsky)
ἀφίπταμαι: (part. aor. ἀποπτάμενος)
1) улетать Eur., Plut., Luc.;
2) перен. уноситься, подниматься (τὸ θερμὸν εἰς τὴν ἄνω χώραν ἀποπτάμενον Plut.).