ἐθάς

From LSJ
Revision as of 14:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐθάς Medium diacritics: ἐθάς Low diacritics: εθάς Capitals: ΕΘΑΣ
Transliteration A: ethás Transliteration B: ethas Transliteration C: ethas Beta Code: e)qa/s

English (LSJ)

άδος, ὁ, ἡ, (ἔθος) A accustomed, ἐ. γενέσθαι Hp.Mul.1.12; ἐ. γενέσθαι τινός Th.2.44; εῖναι Plu.Oth.5; of persons, familiar, Philostr. VA8.30: c. dat., τῇ νούσῳ Hp.Morb.Sacr.12, cf. Opp.H.5.499. II of things, customary, usual, νοῦσοι ἐ. ἀπὸ νεότητος Hp.Mul.2.125; ἡδονή Ph.1.316. III tame, Them.Or.22.273c.

Spanish (DGE)

-άδος
I de animados
1 acostumbrado, habituado de pers. y asimilados, pred. πρὶν ἢ ἐθάδες γίνωνται (αἱ μῆτραι) hasta que se habitúe el útero Hp.Mul.1.12, cf. 2.162, c. gen. λύπη ... οὗ ἂν ἐ. γενόμενος ἀφαιρεθῇ pena por aquello que le es arrebatado después de haberse acostumbrado Th.2.44, πολεμικῶν ἀγώνων Plu.2.8d, μιᾶς ... διαίτης Plu.2.342a, c. dat. ἐθάδες εἰσὶ τῇ νούσῳ están habituados a la enfermedad Hp.Morb.Sacr.12.
2 habituado, domesticado o doméstico de anim. (τῶν περιστερῶν) αἱ ἐθάδες Them.Or.22.273c, cf. Hdn.Philet.50, ἀλεκτρύονες καὶ ἐθάδες ὄρνιθες Cat.Cod.Astr.11(2).181.2
c. dat. enseñado, amaestrado ἀγρευτῆρι κύων ἐ. ὀτρύνοντι Opp.H.5.499, cf. Tz.H.4.287.
II esp. de cosas y abstr. habitual, frecuente ἐθάδες ἀπὸ νεότητος αἱ νοῦσοι Hp.Mul.2.125 (ap. crít.), ἡδονή Ph.1.316, τρόποι Eust.1370.14
subst. οἱ ἄγαν ἐθάδες los muy habituales, familiarmente conocidos para unos perros guardianes, Philostr.VA 8.30.
• Etimología: Deriv. de *su̯edhn̥-, cf. ἔθνος.

German (Pape)

[Seite 717] άδος, gewohnt, τινός, an Etwas, Hippocr., Thuc. 2, 44 u. Sp.; τοῦ κάμνειν ἐθάδες ὄντες Plut. Oth. 5; selten τινί, Hippocr. – Bei Themist. or. 22 p. 273 d = zahm; B. A. p. 245 συνήθης, φίλος erkl.

French (Bailly abrégé)

άδος (ὁ, ἡ)
habitué à, gén..
Étymologie: ἔθω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐθάς: -άδος, ὁ, ἡ, (ἔθος) συνειθισμένος, Ἱππ. 597. 2· ἐθ. γενέσθαι τινὸς Θουκ. 2, 44, προβλ. Πλουτ. Ὄθωνα 5· ὡσαύτως μετὰ δοτ., Ἱππ. περὶ Ἱερῆς Νόσου 307. 46, Ὀππ. Ἁλ. 5. 499. ΙΙ. συνήθης, Ἱππ. 645. 32. ΙΙΙ. ἥμερος, Θεμίστ. 273 Δ.

Greek Monolingual

ἐθάς, ο, η (AM) έθος
1. οικείος, φίλος
2. (για πράγμ. ή καταστάσεις) συνηθισμένος
αρχ.
συνηθισμένος σε κάτι.

Greek Monotonic

ἐθάς: -άδος, ὁ, ἡ, (ἔθος), συνηθισμένος, μαθημένος, εξοικειωμένος με κάτι, με γεν., σε Θουκ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐθάς: άδος adj. привыкший, приученный (τινος Thuc., Plut.): πολλῶν ἀγώνων ἐθάδες Plut. закаленные в многих битвах.

Middle Liddell

ἐθάς, άδος, ἔθος
customary, accustomed to a thing, c. gen., Thuc., Plut.