ἐλλιμενίζω

From LSJ
Revision as of 14:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλλῐμενίζω Medium diacritics: ἐλλιμενίζω Low diacritics: ελλιμενίζω Capitals: ΕΛΛΙΜΕΝΙΖΩ
Transliteration A: ellimenízō Transliteration B: ellimenizō Transliteration C: ellimenizo Beta Code: e)llimeni/zw

English (LSJ)

exact harbour-dues, Ar.Fr.455.

Spanish (DGE)

(ἐλλῐμενίζω)
• Grafía: graf. ἐνλ- Hsch.ε 3173
1 recaudar el impuesto portuario ἐλλιμενίζεις ἢ δεκατεύεις Ar.Fr.472, cf. Hsch.l.c.
2 entrar en puerto, fondear κατὰ πρόφασιν ἐμπορίας ἐλλιμενίζοντας D.C.Epit.8.9.5, δεὸν ἡμᾶς ἐ. Synes.Ep.5 (p.20), cf. Sch.Ar.Eq.1367a, Sch.Th.2.91, Sch.Aristid.Or.1.110, Sch.S.OT 423L.
en v. med.-pas. resguardarse, ser acogido en el puerto las naves, fig. de desgracias encontrar alivio ποῖ ποτε παύσονται καὶ ἐλλιμενισθήσονται (οἱ πόνοι) Sch.A.Pr.178H.
3 encallar, embarrancar Sch.A.A.666a.

German (Pape)

[Seite 801] im Hafen sein, dahin kommen, Sp.; – den Hafenzoll einfordern, einnehmen, Ar. bei Poll. 9, 31.

French (Bailly abrégé)

1 intr. séjourner ou mouiller dans un port;
2 tr. percevoir le droit de séjour dans le port.
Étymologie: ἐν, λιμήν.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλλῐμενίζω: εἰσπράττω τὸ ἐλλιμένιον, δηλ. τὸν λιμενικὸν φόρον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 392. ΙΙ. εἰσέρχομαι εἰς τὸν λιμένα, Συνέσ. 166Β.

Greek Monolingual

(AM ἐλλιμενίζω)
μσν.- νεοελλ.
οδηγώ πλοίο μέσα σε λιμάνι και το προσορμίζω
νεοελλ.
ελλιμενίζομαι
(για πλοίο) αγκυροβολώ
αρχ.
1. εισπράττω τον λιμενικό φόρο
2. (για πλοίο) μπαίνω στο λιμάνι, αγκυροβολώ.

Greek Monotonic

ἐλλιμενίζω: (ἐν, λιμήν), εισπράττω λιμενικούς φόρους.

Russian (Dvoretsky)

ἐλλῐμενίζω: взимать портовый сбор Arph.

Middle Liddell

ἐλ-λιμενίζω, [ἐν, λιμήν
to collect harbour-dues.