ἔκδυμα

From LSJ
Revision as of 17:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort

Menander, Monostichoi, 346
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκδῡμα Medium diacritics: ἔκδυμα Low diacritics: έκδυμα Capitals: ΕΚΔΥΜΑ
Transliteration A: ékdyma Transliteration B: ekdyma Transliteration C: ekdyma Beta Code: e)/kduma

English (LSJ)

that which is stripped off, skin, hide, garment f.l. in AP5.198 (Hedyl.; leg. ἔνδυμα).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Grafía: graf. ἔγδ- PSI 756.47
plu. prenda de vestir que se retira dejando al descubierto los pechos, de un sostén μαλακαὶ, μαστῶν ἐκδύματα, μίτραι AP 5.199.5 (Hedyl.)
plu. despojos glos. a exuuiae de Virgilio PSI l.c., PNess.1.1020, Gloss.2.67
sg. muda, camisa de la piel de la serpiente, Sud.δ 491, στέμφυλον· τὸ ἔ. τῆς σταφυλῆς del hollejo de la uva, Sud.s.u. στέμφυλον.

German (Pape)

[Seite 758] τό, das Ausgezogene, Hedyl. 1 (V, 199).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
dépouille.
Étymologie: ἐκδύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκδυμα: τό, τὸ ἀφαιρούμενον ἢ ἀποβαλλόμενον, Ἀνθ. Π. 5. 199.

Greek Monolingual

το (AM ἔκδυμα)
ό,τι αφαιρείται ή αποβάλλεται, κυρίως το δέρμα, το πουκάμισο του φιδιού
μσν.
πτώμα.

Greek Monotonic

ἔκδῠμα: -ατος, τό, αυτό που αφαιρείται, αποβάλλεται, δέρμα, πετσί, τομάρι ζώου, ένδυμα, ρούχο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἔκδῡμα: ατος τό покров (μαστῶν ἐκδύματα Anth.).

Middle Liddell

ἔκδῠμα, ατος, τό,
that which is stripped off, a skin, garment, Anth. [from ἐκδύω