ἔμπα

From LSJ
Revision as of 17:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμπα Medium diacritics: ἔμπα Low diacritics: έμπα Capitals: ΕΜΠΑ
Transliteration A: émpa Transliteration B: empa Transliteration C: empa Beta Code: e)/mpa

English (LSJ)

v. ἔμπας.

Spanish (DGE)

v. ἔμπας.

German (Pape)

[Seite 809] s. ἔμπας.

French (Bailly abrégé)

poét. c. ἔμπας.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπᾰ: ἐπίρρ., ἴδε ἔμπᾱς.

Greek Monolingual

(I)
ἔμπα (Α)
επίρρ. βλ. έμπας.
(II)
το
1. το να μπαίνει κάποιος κάπου, η είσοδος
2. είσοδος, θύρα
3. έναρξη περιόδου («το έμπα του χειμώνα»)
4. φρ. «το έμπα-έβγα» — το να μπαινοβγαίνει συνεχώς κάποιος άσκοπα.

Greek Monotonic

ἔμπᾰ: επίρρ., βλ. ἔμπᾱς.

Russian (Dvoretsky)

ἔμπα: adv. Pind., Soph. = ἔμπας.