ἰσήρετμος

From LSJ
Revision as of 17:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσήρετμος Medium diacritics: ἰσήρετμος Low diacritics: ισήρετμος Capitals: ΙΣΗΡΕΤΜΟΣ
Transliteration A: isḗretmos Transliteration B: isēretmos Transliteration C: isiretmos Beta Code: i)sh/retmos

English (LSJ)

[ῐ], ον, with as many oars as, τινι E.IA242 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1263] gleich an Rudern, νῆες, Eur. I. A. 242.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
garni d’autant de rames.
Étymologie: ἴσος, ἐρετμόν.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσήρετμος: -ον, ἔχων ἴσον ἀριθμὸν κωπῶν, τινι Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 242.

Greek Monolingual

ἰσήρετμος, -ον (Α)
(για πλοίο) αυτό που έχει ίσον αριθμό κουπιών από τις δύο πλευρές του και συνεκδ. ίσο σε μέγεθος ή σε αριθμό με άλλα πλοία («Ἀργείων δὲ ταῑσδ' ἰσήρετμοι νᾱες ἕστασαν πέλας» — κοντά σ' αυτά είχαν αράξει τα πλοία τών Αργείων ίσα σε μέγεθος ή σε αριθμό με τα άλλα πλοία, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ήρετμος (< ἐρετμόν «κουπί») —το η- λόγω της συνθέσεως—, πρβλ. λευκήρετμος, φιλήρετμος].

Russian (Dvoretsky)

ἰσήρετμος: равный по числу (т. е. с одинаковым числом) весел (νῆες Eur.).