ὀρθοποδέω
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
walk straight or uprightly, Ep.Gal.2.14.
German (Pape)
[Seite 375] grades Weges od. mit graden Füßen gehen, N. T.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
aller droit sur ses jambes, aller droit son chemin.
Étymologie: ὀρθόπους.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθοποδέω: βαδίζω κατ’ εὐθεῖαν εἰς μέρος τι, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 496, 16: μεταφορ., βαδίζω τὴν ὀρθὴν ὁδόν, ἀλλ’ ὅτε εἶδον ὅτι οὐκ ὀρθοποδοῦσι πρὸς τὴν ἀλήθειαν τοῦ εὐαγγελίου Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 14.
English (Strong)
from a compound of ὀρθός and πούς; to be straight-footed, i.e. (figuratively) to go directly forward: walk uprightly.
English (Thayer)
ὀρθοποδω; (ὀρθόπους with straight feet, going straight; and this from ὀρθός and πούς); to walk in a straight course; metaphorically, to act uprightly, πρός, I:3f.). Not found elsewhere; (cf. Winer's Grammar, 26; 102 (96)).
Greek Monotonic
ὀρθοποδέω: (πούς), μέλ. -ήσω, βαδίζω τη σωστή οδό, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ὀρθοποδέω: идти прямым или правильным путем (πρὸς τὴν ἀλήθειαν NT).
Middle Liddell
ὀρθο-ποδέω, fut. -ήσω πούς
to walk uprightly, NTest.
Chinese
原文音譯:Ñrqopodšw 哦而拖-坡得哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:直立-腳
字義溯源:按正直行,正直去行,行,行得對,正直的;由(ὀρθός)*=正直的)與(πούς)*=足,步行)組成
出現次數:總共(1);加(1)
譯字彙編:
1) 他們⋯正直去行(1) 加2:14