ὑπερδικέω
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
English (LSJ)
Boeot. ὁπερδικίω (q.v.), plead for, act as advocate for, τοῦ λόγου Pl.Phd.86e; τὸ φεύγειν τοῦδ' ὑπερδικεῖς advocatest acquittal for him, A.Eu.652; ὑ. ὑπέρ τινος D.C. 38.10: abs., Plu.2.694e.
German (Pape)
[Seite 1194] vor Gericht für Einen sprechen, ihn vertheidigen; πῶς γὰρ τὸ φεύγειν τοῦδ' ὑπερδικεῖς Aesch. Eum. 622; τοῦ λόγου Plat. Phaed. 86 e.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
défendre en justice, gén..
Étymologie: ὑπέρ, δίκη.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερδῐκέω: συνηγορῶ ὑπέρ τινος, ἐνεργῶ ὡς συνήγορος, τοῦ λόγου Πλάτ. Φαίδ. 86 Ε· ὑπ’ τὸ φεύγειν τινός Αἰσχύλ. Εὐμ. 652· ὑπ’ ὑπέρ τινος Δίων Κάσσ. 38. 10· ἀπολ., Πλούτ. 2. 694Ε, Πολυδ.
Greek Monotonic
ὑπερδῐκέω: υπερασπίζω, συνηγορώ υπέρ, ενεργώ ως συνήγορος, τινός, σε Πλάτ.· ὑπερδικέω τὸ φεύγειν τινός, υποστηρίζω την αθώωση κάποιου, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερδῐκέω: досл. защищать перед судом, перен. заступаться, поддерживать: ὑ. τὸ φεύγειν τινός Aesch. требовать оправдания для кого-л.; ὑ. τοῦ λόγου Plat. отстаивать свое утверждение.
Middle Liddell
to plead for, act as advocate for, τινός Plat.; ὑπ. τὸ φεύγειν τινός to advocate his acquittal, Aesch.