ζωθάλμιος
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
ον, (ζωή, θάλλω) giving the bloom and freshness of life, Pi.O.7.11.
German (Pape)
[Seite 1142] χάρις, Pind. Ol. 7, 11, nach Eust. καθ' ἣν ζῶν τις θάλλει, lebenskräftig, blühend, vgl. βιοθάλμιος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait vivre et fleurir, vivifiant.
Étymologie: ζάω, θάλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζωθάλμιος -ον [ζωή, θάλλω] die het leven doet bloeien.
Russian (Dvoretsky)
ζωθάλμιος: дающий жизнь, животворящий (χάρις Pind.).
English (Slater)
ζωθάλμιος, -ον giving life its bloom Χάρις ζωθάλμιος (O. 7.11)
Greek Monolingual
ζωθάλμιος, -ον (Α)
αυτός που παρέχει τη θολερότητα, την ακμή, τη λαμπρότητα της ζωής («ἄλλοτε δ' ἄλλον ἐποπτεύει χάρις ζωθάλμιος ἁδυμελεῑ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -θαλμιος (< θαλμός < θάλλω), πρβλ. βιοθάλμιος, πολυθάλμιος].
Greek Monotonic
ζωθάλμιος: -ον (ζωή, θάλλω), αυτός που παρέχει την ακμή και τη λαμπρότητα της ζωής, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
ζωθάλμιος: -ον, (ζωή, θάλλω) ὁ παρέχων τὴν ἀκμὴν καὶ λαμπρότητα τῆς ζωῆς, Πίνδ. Ο. 7. 20· πρβλ. βιοθάλμιος, πολυθάλμιος, φυτάλμιος.
Middle Liddell
ζω-θάλμιος, ον [ζωή, θάλλω
giving the bloom and freshness of life, Pind.