κηρυκικός

From LSJ
Revision as of 20:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρυκικός Medium diacritics: κηρυκικός Low diacritics: κηρυκικός Capitals: ΚΗΡΥΚΙΚΟΣ
Transliteration A: kērykikós Transliteration B: kērykikos Transliteration C: kirykikos Beta Code: khrukiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of heralds, φῦλον, ἔθνος, Pl.Plt.260d, 290b: ἡ κηρυκική (sc. τέχνη) ib.260e.

German (Pape)

[Seite 1434] den Herold betreffend, des Herolds; φῦλον Plat. Polit. 260 d; γένος Poll. 7, 209; ἡ κηρυκική, das Heroldsamt, Plat. a. a. O.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de héraut, de crieur public ; ἡ κηρυκική (τέχνη) charge de héraut.
Étymologie: κῆρυξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηρυκικός -ή -όν [κῆρυξ] herauten-, van een heraut; subst. ἡ κηρυκική ( sc. τέχνη) beroep van heraut.

Russian (Dvoretsky)

κηρῡκικός: глашатайский: τὸ κηρυκικὸν φῦλον или ἔθνος Plat. глашатаи.

Greek Monolingual

κηρυκικός, -ή, -όν (Α) κήρυξ
1. αυτός που ανήκει σε κήρυκα
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηρυκική
η τέχνη του κήρυκα («κελευστικῆ, κηρυκικῇ καὶ πολλαῑς ἑτέραις τούτων τέχναις συγγενέσιν», Πλάτ.).

Greek Monotonic

κηρῡκικός: -ή, -όν (κῆρυξ), αυτός που χαρακτηρίζει τον κήρυκα, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

κηρυκικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κήρυκας, ὁ τῶν κηρύκων, φῦλον, ἔθνος Πλάτ. Πολιτικ. 260D, 290Β· ἡ κηρυκικὴ (δηλ. τέχνη) αὐτόθι 260Ε.

Middle Liddell

κηρῡκικός, ή, όν κῆρυξ
of heralds, Plat.

English (Woodhouse)

of a herald

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)