κυνάριον
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
English (LSJ)
τό, Dim. of κύων, little dog, puppy, Pl.Euthd. 298d, X. Cyr.8.4.20, Theopomp.Com.90, Alc.Com.33, Ev.Matt.15.26; small waxen image of a dog used in magic, PMag.Par.1.2945: less correct than κυνίδιον acc. to Phryn.157; but κυνάριον καὶ κυνίδιον δόκιμα Id.PSp.84 B.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit chien, petite chienne.
Étymologie: κύων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνάριον -ου, τό, demin. van κύων, hondje, jonge hond.
Russian (Dvoretsky)
κῠνάριον: (νᾰ) τό маленькая собачка, щенок Xen., Plat., NT.
Spanish
English (Strong)
neuter of a presumed derivative of κύων; a puppy: dog.
English (Thayer)
κυναριου, τό (diminutive of κύων, equivalent to κυνίδιον, which Phryn. prefers; see Lob. ad Phryn., p. 180; cf. γυναικάριον), a little dog: Xenophon, Plato, Theophrastus, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
το (Α κυνάριον)
σκυλάκι («προσάλλεσθαί σε δεήσει ὥσπερ τὰ κυνάρια», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + υποκορ. κατάλ. -άριον].
Greek Monotonic
κῠνάριον: τό, υποκορ. του κύων, μικρός σκύλος, σκυλάκι, σε Ξεν. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ κύων, Πλάτ. Εὐθύδ. 298D, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 20, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 19, Ἀλκαῖ Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 4· ἀλλὰ θεωρεῖται ὡς τύπος ἧττον δόκιμος τοῦ κυνίδιον, πρβλ. Λοβ. Φρύν. 180.
Middle Liddell
κῠνάριον, ου, τό, [Dim. of κύων
a little dog, whelp, Xen., etc.
Chinese
原文音譯:kun£rion 去那里按
詞類次數:名詞(4)
原文字根:繁多(小)
字義溯源:小狗,狗,家犬;源自(κύων)*=狗)
出現次數:總共(4);太(2);可(2)
譯字彙編:
1) 狗(3) 太15:26; 太15:27; 可7:27;
2) 小狗(1) 可7:28