παμφαής

From LSJ
Revision as of 21:20, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμφᾰής Medium diacritics: παμφαής Low diacritics: παμφαής Capitals: ΠΑΜΦΑΗΣ
Transliteration A: pamphaḗs Transliteration B: pamphaēs Transliteration C: pamfais Beta Code: pamfah/s

English (LSJ)

ές, all-shining, radiant, of fire, S.Ph.728 (lyr.) E.Tr. 548 (lyr.); of the sun, Id.Med.1251 (lyr.), cf. Ar.Av.1709, IG12(5).891.3 (Tenos), etc.; of honey, bright, pure, A.Pers.612.

German (Pape)

[Seite 454] ές, ganz klar, hell; μέλι, Aesch. Pers. 604; θείῳ πυρὶ παμφαής, von Herakles, Soph. Phil. 718; ἀκτὶς ἀελίου, Eur. Med. 1251; σέλας πυρός, Troad. 548; ἀστήρ, Ar. Av. 1706; sp. D. Auch in Prosa, ἥλιος, Arist. mund. 6 u. Sp., hellstrahlend.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout brillant.
Étymologie: πᾶν, φάος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παμφαής -ές [πᾶς, φάος] allesverlichtend, helder stralend (van licht en vlammen):. παμφαὲς μέλι helder glanzende honing Aeschl. Pers. 612.

Russian (Dvoretsky)

παμφᾰής:
1) ослепительно яркий (θεῖος πῦρ Soph.; ἀκτὶς ἀελίου Eur.; ἀστήρ Arph.; ἥλιος Arst.);
2) совершенно светлый, прозрачный (μέλι Aesch.).

Spanish

brillante, resplandeciente

Greek Monolingual

παμφαής, -ές (ΑΜ)
αυτός που λάμπει πολύ, λαμπρότατος, ολόλαμπρος («ἰὼ Γᾱ τε καὶ παμφαὴς ἀκτὶς Ἀελίου», Ευρ.)
αρχ.
καθαρός, διαυγής, ξάστερος («τῆς τ' ἀνθεμουργοῦ στάγμα, παμφαὲς μέλι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -φαής (< φάος), πρβλ. λευκο-φαής].

Greek Monotonic

παμφαής: -ές (φάος), ολόλαμπρος, πανέξυπνος, ιδιοφυής, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για μέλι, καθαρό, αγνό, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

παμφαής: -ές, ὅλος λάμπων, φεγγοβολῶν, λαμπρός, ἐπὶ τοῦ πυρός, Σοφ. Φ. 712, Εὐρ. Τρῳ. 548· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1251, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1709, κτλ.· ἐπὶ μέλιτος, λαμπρός, καθαρός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 612. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παμφαές· φαιδρότατον, πάντα φωτίζον».

Middle Liddell

παμ-φαής, ές φάος
all-shining, all-brilliant, radiant, Soph., Eur., etc.; of honey, bright, pure, Aesch.