πλινθίς
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dim. of πλίνθος, A stone cut in the shape of a brick, IG22.1668.26. 2 square or check, Callix. 1. b = πλινθίον 111.1, for a kind of cross-word puzzle, Puchstein Epigr.Gr.p.7, PMag.Par.1.1305. 3 sundial, Plu.2.410e. 4 paper-weight(?), AP6.295.6 (Phan.). 5 block of land 6,000 ft. square, = Lat. laterculus, Hygin. in Corp.Agrimens.Rom. ip.85 Thulin. 6 block of wood inserted to strengthen the χοινικίδες, Ph.Bel.57.35. 7 block of fish-pemmican, Agatharch.34. II number squared and multiplied by a smaller number, Theo Sm.p.41 H., Nicom.Ar.2.6, 17, Anon. in Tht.43.22. III = πλινθίον 11.1, Corp.Herm.16.13.
German (Pape)
[Seite 636] ίδος, ἡ, dim. von πλίνθος, = Vorigem, z. B. Steinplatten, Ath. V, 206 c; bes. in dem arithmetischen Sinne, Nicom. u. Theol. arithm. Dunkel ist die ἡδυφαὴς πλινθὶς καλλαΐνη bei Phani. 3 (VI, 295).
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
objet en forme de brique, particul. cadran solaire.
Étymologie: dim. de πλίνθος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλινθίς -ίδος, ἡ [πλίνθος] steenblok, uitbr. presse-papier, gewicht. AP 6.295.6.
Russian (Dvoretsky)
πλινθίς: ίδος ἡ [demin. к πλίνθος
1) солнечные часы Plut.;
2) точильный брусок, оселок Anth.
Greek Monolingual
-ίδος, η, ΝΑ
(με υποκορ. σημ.) πέτρα λαξευμένη σε σχήμα πλίνθου, μικρή πλίνθος
αρχ.
1. ορθογώνιο σχήμα
2. πίνακας, παικτικός άβακας
3. ηλιακό ρολόι, πλινθίο
4. όργανο που επινόησε ο Πτολεμαίος για την καταμέτρηση της κλίσης της εκλειπτικής
5. είδος ακονιού με το οποίο έκαναν μυτερές τις γραφίδες τους οι γραφείς
6. έκταση γης έξι χιλιάδων τετραγωνικών ποδιών
7. εξάρτημα του τροχού
8. είδος ψαριού
9. μαθημ. το πλινθίο
10. στρατιωτική φάλαγγα σε διάταξη ορθογώνιου σχήματος, πλινθίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. λιθ-ίς)].
Greek Monotonic
πλινθίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του πλίνθου, μικρός πλίνθος, ακονόπετρα, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
πλινθίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ πλίνθος, πᾶν πρᾶγμα ἔχον τὸ σχῆμα πλίνθου· 1) τετράγωνον σχῆμα, Καλλίξεν. παρ’ Ἀθην. 206C. 2) ἡλιακὸν ὡρολόγιον, Πλούτ. 2. 410Ε. 3) ἀκόνη, Ἀνθ. Π. ?6. 295. 4) μέτρον τι ἐν χρήσει ἐν τῇ χωρομετρίᾳ, Ὑγῖνος. ΙΙ. = πλινθίον ΙΙΙ. 1, Θέων Σμυρν. 54.