πολύπικρος

From LSJ
Revision as of 21:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπικρος Medium diacritics: πολύπικρος Low diacritics: πολύπικρος Capitals: ΠΟΛΥΠΙΚΡΟΣ
Transliteration A: polýpikros Transliteration B: polypikros Transliteration C: polypikros Beta Code: polu/pikros

English (LSJ)

ον, very keen or bitter: neuter plural as adverb, Od.16.255: regul.Adv. -κρως Eust.1801.35.

German (Pape)

[Seite 668] sehr bitter, sehr schmerzhaft; μὴ πολύπικρα καὶ αἰνὰ βίας ἀποτίσεαι, adverbial, Od. 16, 255. – Adv., Eust.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très amer.
Étymologie: πολύς, πικρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύπικρος -ον [πολύς, πικρός] zeer bitter.

Russian (Dvoretsky)

πολύπικρος: досл. весьма горький, перен. мучительный, жестокий: πολύπικρα καὶ αἰνά Hom. себе на горе и на несчастье.

English (Autenrieth)

neut. pl. as adv., very bitterly, Od. 16.255†.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
ο πολύ πικρός, ο πολύ θλιβερός
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πολύπικρα
με πολύ πικρό τρόπο.
επίρρ...
πολυπίκρως Μ
με πολλή πίκρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πικρός.

Greek Monotonic

πολύπικρος: -ον, οξύς ή πικρός· πολύπικρα ως επίρρ., σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύπικρος: -ον, ὁ πολὺ δριμὺς ἢ πικρός· πολύπικρα ὡς ἐπίρρ., = πολὺ πικρῶς, Ὀδ. Π. 255· ὁμαλ. ἐπίρρ. πολυπίκρως, Εὐστ. 1801. 35.

Middle Liddell

πολύ-πικρος, ον,
very keen or bitter; πολύπικρα as adv., Od.