στροφεύς
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
έως, ὁ, A vertebra, Poll.2.130. II socket in which the pivot of a door (cf. στρόφιγξ) moved, Ar.Th.487, Fr.255, Hermipp. 47.9(anap.), Thphr.HP5.6.4, Kourouniotes Ἐλευσινιακά 1.190 (Eleusis, iv B.C.), IG11(2).287 B 148 (Delos, iii B.C.), Plb.7.16.5. 2 the pivot itself,= στρόφιγξ, ὁ κατὰ τοῦ ὁλμίσκου βεβηκὼς σ. S.E.M.10.54, cf. BGU1201.17 (i B.C./i A.D.), PMag.Osl.1.136, Luc.DMeretr. 12.3. 3 part of a weasel-trap, Gloss.
German (Pape)
[Seite 956] έως, ὁ, 1) der Wirbelknochen des Halses u. Rückgrats, Poll. 2, 130. – 2) der Angelhaken, auf dem sich die Thür dreht, Ar. Thesm. 487 (vgl. στρόφιγξ); Pol. sagt διακόπτειν τοὺς στροφεῖς τῶν πυλῶν, 7, 16, 5; Luc. D. Meretr. 12; vgl. S. Emp. adv. phys. 2, 54.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
gond de porte.
Étymologie: στρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στροφεύς -έως, ὁ [στρέφω] holte (waarin de deurspil draait). Aristoph. Th. 487. deurspil. Luc. 80.12.3.
Russian (Dvoretsky)
στροφεύς: έως ὁ дверной поворотный крюк, шарнир Arph., Polyb., Luc.
Spanish
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
βλ. στροφέας.
Greek Monotonic
στροφεύς: -έως, ὁ (στρέφω), υποδοχή, θήκη γύρω από την οποία περιστρέφονταν οι στρόφιγγες της πόρτας (ὁ στρόφιγξ), στρόφιγγα, μεντεσές, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
στροφεύς: έως, ὁ, (στρέφω) εἷς τῶν σπονδύλων τοῦ τραχήλου ἢ τῆς σπονδυλικῆς στήλης, Πολυδ. Β΄, 130. ΙΙ. θήκη ἐν ᾗ ὁ στρόφιγξ τῆς θύρας περιεστρέφετο, Ἀριστοφ. Θεσμ. 487, Ἀποσπ. 251, Ἔρμιππ. ἐν «Μοίραις» 2, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 4, Πολύβ. 7. 16, 5.
Middle Liddell
στροφεύς, έως, ὁ, στρέφω
the socket in which the pivot of a door (ὁ στρόφιγξ) moved, Ar.