σφετεριστής
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
English (LSJ)
οῦ, ὁ, appropriator, opp. ἐπίτροπος, Id.Pol.1315b2.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui s'approprie le bien d'autrui.
Étymologie: σφετερίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφετεριστής -οῦ, ὁ [σφετερίζω] iemand die zich (iets) toe-eigent.
Russian (Dvoretsky)
σφετεριστής: οῦ ὁ захватчик Arst.
Greek Monolingual
ο, NMA και θηλ. σφετερίστρια Ν σφετερίζομαι
αυτός που οικειοποιείται παράνομα ξένο πράγμα.
Greek Monotonic
σφετεριστής: ὁ, αυτός που οικειοποιείται κάτι που δεν του ανήκει, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
σφετεριστής: ὁ, ὁ οἰκειοποιούμενος ἀλλότριον· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπίτροπος, μὴ σφετεριστὴν ἀλλ’ ἐπίτροπον Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 33.
Middle Liddell
σφετεριστής, οῦ, ὁ, [from σφετερίζω
an appropriator, Arist.