κιθαριστικός

From LSJ
Revision as of 23:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐθαριστικός Medium diacritics: κιθαριστικός Low diacritics: κιθαριστικός Capitals: ΚΙΘΑΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kitharistikós Transliteration B: kitharistikos Transliteration C: kitharistikos Beta Code: kiqaristiko/s

English (LSJ)

ή, όν, skilled in citharaplaying, Pl.Hp.Mi.375b (in Comp. -ώτερος), Ion540d, etc.: ἡ-κή (sc. τέχνη) art of cithara-playing, Id.Grg.501e, Arist.Po.1447a15. Adv. -κῶς Plu.2.404f.

German (Pape)

[Seite 1437] das Citherspielen betreffend; ἡ κιθαριστική, sc. τέχνη, die Kunst des Citherspielens, Plat. Gorg. 501 e; ὁ κιθ., der das Citherspielen versteht, Ion 540 d Rep. I, 333 b. – Auch adv., Sp., wie S. Emp. adv. eth. 188 u. Plut.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le jeu de la cithare ; ἡ κιθαριστική (τέχνη) l'art de jouer de la cithare.
Étymologie: κιθαρίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιθαριστικός -ή -όν [κιθαρίζω] goed in citerspelen. subst. ἡ κιθαριστική ( sc. τέχνη) kunst van het citerspelen.

Russian (Dvoretsky)

κῐθᾰριστικός: II ὁ искусный кифарист Plat.
искусно играющий на кифаре Plat.

Greek (Liddell-Scott)

κῐθᾰριστικός: -ή, -όν, ἔμπειρος εἰς τὸ κιθαρίζειν, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 375Α, (ἐν τῷ συγκρ. -ώτερος) Ἴων 540D, κτλ. 2) ἡ κιθαριστικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνηδεξιότης τοῦ κιθαριστοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 501Ε, Ἀριστ. Ποιητ. 1, 5. 3) Ἐπίρ. -κῶς, Πλούτ. 2. 404F.

Greek Monolingual

κιθαριστικός, -ή, -όν (Α) κιθαρίζω
1. αυτός που αναφέρεται στο παίξιμο της κιθάρας («ἡ κιθαριστικωτέρα καί αὐλητικωτέρα καὶ τἆλλα πάντα τὰ κατὰ τὰς τέχνας τε καὶ τὰς ἐπιστήμας», Πλάτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κιθαριστική
η τέχνη να παίζει κάποιος κιθάρα
3. το αρσ. ως ουσ.κιθαριστικός
αυτός που ξέρει να παίζει κιθάρα («εἰ ἐτύγχανες ἱππικὸς ὢν ἅμα καὶ κιθαριστικός», Πλάτ.).
επίρρ...
κιθαριστικῶς (Α)
με κιθαριστικό τρόπο.

Greek Monotonic

κῐθᾰριστικός: -ή, -όν, επιδέξιο παίξιμο της άρπας, σε Πλάτ.· ἡ -κή (ενν. τέχνη), = το επόμ., στον ίδ.

Middle Liddell

κῐθᾰριστικός, ή, όν [from κῐθᾰριστής]
skilled in harp-playing, Plat.: ἡ -κή (sc. τέχνἠ = κῐθᾰριστύς, Plat.