βοάγριον

From LSJ
Revision as of 11:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοάγριον Medium diacritics: βοάγριον Low diacritics: βοάγριον Capitals: ΒΟΑΓΡΙΟΝ
Transliteration A: boágrion Transliteration B: boagrion Transliteration C: voagrion Beta Code: boa/grion

English (LSJ)

τό, shield of wild bull's hide, Il.12.22, Od.16.296, AP9.323 (Antip.).

Spanish (DGE)

-ου, τό
escudo de piel de toro, Il.12.22, Od.16.296, AP 9.323 (Antip.Sid.), Lyc.854.

German (Pape)

[Seite 450] τό, Schild vom Fell eines (wilden?) Ochsen; Hom. zweimal, Iliad. 12, 22 πολλὰ βοάγρια καὶ τρυφάλειαι, Odyss. 16, 296 δύο φάσγανα καὶ δύο δοῦρε καὶ δοιὰ βοάγρια; – sp. D., wie Antip. 29 (IX, 323).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bouclier de peau de bœuf sauvage.
Étymologie: βόαγρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοάγριον -ου, τό βόαγρος schild (van leer gemaakt).

Russian (Dvoretsky)

βοάγριον: τό щит из буйволовой кожи Hom., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

βοάγριον: τό, ἀσπὶς ἐκ δέρματος ἀγρίου ταύρου, Ἰλ. Μ. 22, κ. ἀλλ.

English (Autenrieth)

shield of ox-hide, pl., Il. 12.22 and Od. 16.296.

Greek Monolingual

βοάγριον, το (Α)
ασπίδα από δέρμα άγριου ταύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + -άγριον < άγρα «κυνήγι, θήραμα» (πρβλ. ανδράγρια, τα). Η ετυμολόγηση < βους άγριος δεν φαίνεται πειστική].

Greek Monotonic

βοάγριον: τό, ασπίδα που είναι φτιαγμένη από δέρμα άγριου ταύρου, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

[From βόαγρος
a shield of wild bull's hide, Il.