πολύφραστος

From LSJ
Revision as of 11:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφραστος Medium diacritics: πολύφραστος Low diacritics: πολύφραστος Capitals: ΠΟΛΥΦΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: polýphrastos Transliteration B: polyphrastos Transliteration C: polyfrastos Beta Code: polu/frastos

English (LSJ)

ον, = πολυφραδής, very wise, ἵπποι Parm.1.4; so π. δόλοι shrewd, Opp.C.4.6; μενοινὴ π. Nonn.D.4.275.

German (Pape)

[Seite 676] viel, oft gesagt, Gramm.; – sehr verständig, wohl ersonnen, Opp. Cyn. 4, 6; ἵπποι, Xenophan. bei S. Emp. adv. math. 7, 111 (v. 4).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύφραστος -ον [πολύς, φράζω] zeer verstandig.

Russian (Dvoretsky)

πολύφραστος: весьма разумный, по по друг. прославленный (ἵπποι Parmenides ap. Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύφραστος: -ον, περὶ οὗ πολὺς γίνεται λόγος, περιλάλητος, περίφημος, ἢ μᾶλλον, ὡς τὸ πολυφραδής, πολὺ συνετός, ἵπποι Παρμενίδ. 4 Karst.· οὕτω, π. δόλοισι, πανοῦργος, Ὀππ. Κυν. 4. 6· μενοινῇ π. Νόνν. Δ. 4. 275.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περίφημος, περιλάλητος
2. πολύ φρόνιμος και συνετός, πολυφραδής («πολύφραστοι ἵπποι», Παρμ.)
3. αυτός που έχει επινοηθεί με επιδέξιο τρόπο, πανούργος («πολύφραστοι δόλοι», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φραστος (< φράζω / φράζομαι «μιλώ, διανοούμαι»), πρβλ. απερί-φραστος, κακό-φραστος].